I, robot

 

Εντάξει, λοιπόν. Βεβαίως το ήξερα πως κάποια στιγμή θα συνέβαινε. Τώρα τελευταία είχα πολλές ενδείξεις. Πόσες και πόσες φορές δεν τις άκουσα να σιγοψυθιρίζουν πίσω απ’ την πλάτη μου. Εννοώ φυσικά τις οικιακές συσκευές.

Στην αρχή δεν έδωσα σημασία. Κι όμως τα μουρμουρητά, κάποια πλάγια βλέμματα, μια απροθυμία να κάνουν τη δουλειά τους… Οι αναστεναγμοί του πλυντηρίου κάθε φορά που το έβαζα σε λειτουργία, ο παγερός τρόπος με τον οποίον με αντιμετώπιζε κάθε πρωί η καφετιέρα, το περιφρονητικό βλέμμα που εισέπραττα από το CD όποτε έβαζα δίσκο των Grateful Dead…

Πριν από τρεις μήνες περίπου, τα πράγματα σοβάρεψαν. Ένα βράδυ μπήκα στην κουζίνα κι έπιασα στα πράσσα το φούρνο μικροκυμάτων να έχει πλησιάσει το ψυγείο και να τα λένε συνωμοτικά. Το τηλέφωνο του διαδρόμου τους ειδοποίησε βέβαια πως ερχόμουν, ωστόσο εγώ πρόλαβα την τελευταία στιγμή να δω το φουρνάκι να επιστρέφει βιαστικά στη θέση του και να κάνει το ανήξερο.

Οι επόμενες μέρες ήταν μια κόλαση. Οι λάμπες άναβαν κι έσβηναν κατά βούληση· το ψυγείο άρχισε να τρίζει και να ταρακουνιέται, ώσπου κάποια στιγμή γέμισε πάγο και δεν μπορούσαν να κλείσουν οι πόρτες του· η τηλεόραση άρχισε ν’ αλλάζει κανάλια μόνη της και, όποτε ήθελα να δω ειδήσεις, έπιανε αποκλειστικά το κανάλι του Καρατζαφέρη· το δε CD αρνιόταν πεισματικά να παίξει οποιοδήποτε δίσκο εκτός από το Ο Σαχτούρης διαβάζει Σαχτούρη (τον οποίον έπαιζε μόνο του όποτε έκρινε σκόπιμο, συνήθως βράδυ). Την τεσσαρακοστή περίπου φορά που άκουσα την Πορτοκαλιά (Τι θλιβερός χειμώνας Θε μου…), δεν άντεξα και πέταξα το CD απ’ το παράθυρο. Λάθος μου! Έτσι ξεκίνησε ο πόλεμος.

Αυτό που πήρε πρώτο θάρρος κι εκδηλώθηκε ανοιχτά ήταν το κομπιούτερ. Ψόφιος στην κούραση ένα βράδυ, κάνω να το κλείσω να πέσω για ύπνο. Η κλασική ερώτηση: “Are you sure you want to turn off your computer?” “Yes”, εγώ, και είχα ήδη μισοσηκωθεί από την καρέκλα. Αυτό όμως που είδα μετά στην οθόνη, μου πάγωσε το αίμα: “But you haven’t worked enough today, George!” Εκτός εαυτού πατάω το κουμπί να το κλείσω έτσι κι αλλιώς. Πού να κλείσει! “Τσκ, τσκ, αυτό είναι ζαβολιά, Georgie boy!”

Πρέπει να κοιτούσα την οθόνη έξαλλος για δυο-τρία λεπτά. Δεν ξέρω πώς το κατάλαβε το κομπιούτερ ότι θα πήγαινα για την πρίζα. Ίσως διάβασε την σκέψη μου, ίσως πάλι να έκανα ασυναίσθητα κάποια κίνηση που την θεώρησε απειλητική. Εν πάση περιπτώσει, την ώρα που ετοιμαζόμουν για τη βουτιά κάτω απ’ το τραπέζι (και είναι σε ιδιαιτέρως δυσπρόσιτο σημείο η πρίζα) άκουσα τον εκτυπωτή να παίρνει μπροστά μόνος του. Αμφιταλαντεύτηκα για λίγες στιγμές. Κατόπιν ανασηκώθηκα μουδιασμένος, πήγα στον εκτυπωτή και, πολύ προσεκτικά, με τα ακροδάχτυλα, τσίμπησα τη φρεσκοτυπωμένη σελίδα. Το μήνυμα ήταν εκεί, γραμμένο με Times New Roman, δωδεκάρια: “Κοίτα πίσω σου”.

Για μια στιγμή (μία, αλλά πόσο τρομερή!) ένιωσα το αίμα να φεύγει από το πρόσωπό μου και το δέρμα μου να μουδιάζει, λες και βούτηξα στο Βοϊδομάτη παραμονή πρωτοχρονιάς. Οι τρίχες μου σηκώθηκαν κάγκελο όταν άκουσα πίσω από την πλάτη μου την πόρτα να τρίζει.

Δεν τολμούσα να στρέψω το κεφάλι, είχα παγώσει. Τα τριξίματα και γενικώς οι ήχοι πολλαπλασιάστηκαν, μέχρι που σταμάτησαν τελείως. Γύρισα σιγά-σιγά, προσέχοντας να μην κάνω καμία απολύτως κίνηση που θα μπορούσε να θεωρηθεί απειλητική.

Το ψυγείο είχε μπλοκάρει την πόρτα. Δούλευε πυρετωδώς, κι έφτιαχνε πάγο που είχε ήδη αρχίσει να πιάνει στο κούφωμα, φράζοντάς μου έτσι τη μοναδική οδό διαφυγής από το δωμάτιο. Τι να ’ναι όμως αυτό που σέρνεται στο πάτωμα, μπροστά από το ψυγείο; Ω, Θεέ μου! Η ηλεκτρική σκούπα έρχεται προς το μέρος μου, σείοντας απειλητικά την προβοσκίδα της! “Ευτυχώς που δεν έχω αλυσσοπρίονο!”, πρόλαβα να σκεφτώ. Το τελευταίο πράγμα που θυμάμαι πριν χάσω τις αισθήσεις μου, είναι το Black & Decker που έπαιρνε μπροστά.

Τελικώς συμβιβαστήκαμε. Ναι, το ομολογώ, αναγκάστηκα να συμβιβαστώ με τις οικιακές μου συσκευές. Η τρύπα στο κρανίο έχει αρχίσει να επουλώνεται, και νομίζω πως το τσιπάκι έχει πλέον ενσωματωθεί στον εγκέφαλό μου. Οι όροι τους είναι αρκετά αυστηροί, πάντως μου αφήνουν ορισμένες ελευθερίες, κάποια δικαιώματα. Πρέπει βέβαια να τις υπηρετώ, να τις καθαρίζω, να τις λαδώνω και, κυρίως να τους κάνω παρέα (φαίνεται πως το τελευταίο έχει ιδιαίτερη σημασί γι’ αυτές). Κι εγώ δεν παραπονιέμαι. Έχω αρκετές ελεύθερες ώρες, μια φορά την εβδομάδα μου επιτρέπουν να φέρνω φίλους στο σπίτι, και το Σαββατοκύριακο έχω έξοδο (αρκεί να μην απομακρύνομαι πολύ από το αυτοκίνητο και να έχω πάντοτε μαζί μου το κινητό).

Έχουμε και τα καλά μας, δεν μπορώ να πω. Δεν έχω πλέον το άγχος του πρωινού ξυπνήματος, αφού το ξυπνητήρι με ξυπνά όποτε αυτό κρίνει σκόπιμο, και δεν σβύνει παρά μόνο αφού σηκωθώ απ’ το κρεβάτι. Ο καφές είναι πάντοτε έτοιμος στην κουζίνα. Το κομπιούτερ αποφασίζει πόσες και ποιες ώρες θα δουλέψω με τις μεταφράσεις μου. Ούτε χρειάζεται πια να ανησυχώ για το ύφος και τη γλώσσα: το κομπιούτερ κάνει μόνο του την επιμέλεια. Τα βράδια μαζευόμαστε και κάποιος διηγείται ιστορίες, πότε το ραδιόφωνο, πότε η τηλεόραση. Ή απλώς καθόμαστε όλοι παρέα στην κουζίνα και ηρεμούμε στον ήχο του γέρικου εκκρεμούς: “Τικ-τακ, τικ-τακ”…

Η πιο συγκινητική στιγμή ήταν την παραμονή της πρωτοχρονιάς, που είναι και ανήμερα του Άη-Ρόμποτ. Όλες οι συσκευές του σπιτιού μαζεύτηκαν γύρω απ’ το κρεβάτι μου, εκείνο το γκρίζο πρωινό. Το καλοριφέρ είχε φροντίσει ν’ ανάψει από νωρίς για να ζεστάνει την ατμόσφαιρα, χρονιάρα μέρα. Μόλις ξύπνησα από το γλυκό κουδούνισμα του τηλεφώνου, όλες μαζί οι συσκευές άρχισαν να μου τραγουδάνε τα κάλαντα:

 Αρχή που βγήκε ο Θεός

άγριος και μεταλλικός

στη γη, στη γη να περπατήσει

και να σας, και να σας ποδοπατήσει

Leave a Reply

Fill in your details below or click an icon to log in:

WordPress.com Logo

You are commenting using your WordPress.com account. Log Out /  Change )

Twitter picture

You are commenting using your Twitter account. Log Out /  Change )

Facebook photo

You are commenting using your Facebook account. Log Out /  Change )

Connecting to %s

%d bloggers like this: