Archive for October, 2010

Βουνίσια χαμπέρια, Φημερίδα πέρα για πέρα χωριάτικη

Posted in Αρχειακά (Ε.Λ.Ι.Α.-Το Βήμα) on October 28, 2010 by shinecast

ΓΙΩΡΓΟΣ ΤΣΑΚΝΙΑΣ | Το Βήμα, ένθετο “Βιβλία”, Κυριακή 30 Μαΐου 2004

…που σκούζει, φωνάζει κι λέει: Τα καλά πόχουν οι πολιτείες πρέπει να τάχουν κι να τα χαίρουνται κι τα χωριά μας για να ζιούν ανθρωπινά κι πολιτισμένα!… και ο υπότιτλος της πρώτης φυλάδας της εφημερίδας, με ημερομηνία Κερασάρης=Μάης 1963, συνεχίζει, καταλαμβάνοντας ούτε λίγο ούτε πολύ έκταση 117 λέξεων και κερδίζοντας επάξια τον τίτλο του μακροσκελέστερου υπότιτλου στη συλλογή τοπικού Τύπου του E.Λ.I.A. (περίπου 750 καταγεγραμμένες εφημερίδες). Διευθυντής και υπεύθυνος της εφημερίδας Βουνίσια Χαμπέρια (στη βιβλιοθήκη του E.Λ.I.A. φυλάσσονται τα έξι πρώτα φύλλα, ως τον Αλωνάρη – Ιούλιο – του 1965) ήταν ο Βασίλης ο Φανίτσιος, Ζαγορίσιος απ’ το Λιασκοβέτς, που ξενιτέβεται εδώ στην Αθήνα.

H εφημερίδα (δηλαδή ο Βασίλης ο Φανίτσιος) ήταν ταγμένη ξεκάθαρα στην Αριστερά, προέτασσε ωστόσο του πολιτικού σχολιασμού τον καθαυτό «ταξικό αγώνα», ήτοι τη γενικότερη ανόρθωση της υπαίθρου (καένας κερατάς, ούτε δέξιος, ούτε ζέρβιος ούτε… «κυματοθραύστης» δε μας εμαρτύρησε ‘ν’ αλήθεια στο πώς θα μπορεί να ζιει ο καψοκοσμάκης στα Βουνίσια μας χωριά λίγο ανθρωπινά κι πολιτισμένα), μέσα από την πάλη για συγκεκριμένους στόχους (π.χ. να νοικοκυρεφτεί η δασοκάπηλη δασική πολιτική). Μόνιμες στήλες της εφημερίδας: Από ράχι σε ράχι, Απ’ το καραούλι μας, Βουή απ’ τα βουνίσια μας χωριά, Το Χαζοχώρι (ιστορία των κουτών).

H εφημερίδα, όπως είναι ήδη προφανές από τα παραθέματα, ήταν γραμμένη εξ ολοκλήρου στη Ρομέηκη γλόσα μας και με μονοτονικό, σχεδόν είκοσι χρόνια πριν από την επίσημη καθιέρωσή του. Στο τέταρτο φύλλο (Ιούλιος 1965) παρουσιάζονται οι περί το γλωσσικό απόψεις του Βασίλη του Φανίτσιου (να γράφουμε όπως κρένουμε) που παραπέμπουν στα κείμενα του Ιωάννη Βηλαρά, αφού όποιος δε διάβασε Βηλαρά έχει μεσάνυχτα!

Από το δεύτερο φύλλο της εφημερίδας και εξής αναδημοσιεύονται σχόλια αθηναϊκών (Εστία, Βήμα, Καθημερινή) και άλλων επαρχιακών εφημερίδων (Ηπειρωτικός Αγών) για την έκδοση. Σε δημοσίευμα της Καθημερινής της 18ης Ιουλίου 1963 διαβάζουμε ότι ο Βασίλης ο Φανίτσιος είναι ένας Ηπειρώτης μικροπωλητής, πασίγνωστος εις τα τυπογραφεία των εφημερίδων, όπου περνά κάθε βράδυ και πωλεί γραβάτες, κάλτσες, παλαιά βιβλία και ξυπνητήρια. Από τα παλαιά βιβλία που εμπορεύεται έχει διαβάσει πολλά, από τους ανθρώπους των βουνών της πατρίδος του έχει ακούσει περισσότερα, κάποτε νόμιζε πως ήτο και κομμουνιστής, το ενόμιζε και είχεν εξοριστεί μάλιστα, αλλά δεν ήτο. Μάλλον είναι αριστερός sui generis.

Γεγονός είναι ότι πρόκειται για μια εντελώς sui generis περίπτωση εντύπου, πλούσιου σε ύλη, τολμηρού σε έκφραση και εντελώς πρωτότυπου. Για την απήχηση που είχαν τα Βουνίσια Χαμπέρια στο αναγνωστικό κοινό δυστυχώς δεν υπάρχουν στοιχεία, μόνον η υποσελίδια παράκληση-προτροπή: Αν σας αρέει η φημερίδα μας, πέτε και στσαλνούς να δώκουν μιάμιση δραχμή να την πάρουν απ’ το Πρακτορείο.

http://www.tovima.gr/default.asp?pid=2&artid=159292&ct=47&dt=30/05/2004#ixzz1Ey3oCU4R

Η Δικαιοσύνη

Posted in Αρχειακά (Ε.Λ.Ι.Α.-Το Βήμα) on October 27, 2010 by shinecast

ΓΙΩΡΓΟΣ ΤΣΑΚΝΙΑΣ | Το Βήμα, ένθετο “Βιβλία”, Κυριακή 20 Ιανουαρίου 2002

Στο ΕΛΙΑ υπάρχει ένα φύλλο της βραχύβιας δεκαπενθήμερης «Δικαιοσύνης» της Κέρκυρας, το αρ. 3 (8.3.1868), που κυκλοφόρησε παραμονές των βουλευτικών εκλογών της 21ης Μαρτίου 1868. Η κυβέρνηση Κουμουνδούρου είχε παραιτηθεί στις 15 Δεκεμβρίου του προηγούμενου έτους· η παραίτηση αυτή θεωρείται αρκετά περίεργη καθώς την 1η Δεκεμβρίου είχε λάβει ψήφο εμπιστοσύνης 107 βουλευτών σε σύνολο 181. Το βέβαιον είναι ότι ο πρωθυπουργός είχε συγκρουστεί με τον βασιλιά Γεώργιο Α’ σε αρκετά μέτωπα. Στην εξωτερική πολιτική, όσον αφορά την Κρητική Επανάσταση και το ζήτημα της Θεσσαλίας και της Ηπείρου, ο μονάρχης διαφωνούσε με την ελληνοσερβική προσέγγιση και την επιθετική στρατηγική του Κουμουνδούρου και του υπουργού του των Εξωτερικών, του νεαρού Χαρίλαου Τρικούπη. Ως επίσημη εκδοχή πάντως προβλήθηκε η αντισυνταγματική αξίωση του βασιλιά για την αποπομπή δύο υπουργών.

Η «Δικαιοσύνη», του δικηγόρου Ι. Β. Τριβυζά, καταφέρεται με δριμύτητα εναντίον του Κουμουνδούρου. Από την άλλη, δεν φαίνεται να υποστηρίζει ανοιχτά κάποιον συγκεκριμένο αντίπαλό του. Στην τέταρτη σελίδα διαβάζουμε: «Και έτερος λίβελος εξεδόθη εκ μέρους του κόμματος του Κουμουνδούρου κατά των εναντίον του, ον επίσης πωλούν οι μάγκαι εις τας οδούς. Οποία καταισχύνη! Οι πρώτοι πολιτικοί της Ελλάδος κατέβησαν επί τέλους εις το πεδίον των ύβρεων, διά να επιβεβαιωθεί το ρητόν “Και ο δείνας και ο τάδες είναι όλοι μασκαράδες”». Ο συντάκτης της «Δικαιοσύνης» θεωρεί ότι ο βασιλιάς ορθώς έπραξε και έριξε την κυβέρνηση και καλεί τους ψηφοφόρους να μην ξαναβγάλουν τον Κουμουνδούρο.

Η «Δικαιοσύνη» είναι γραμμένη στην καθαρεύουσα και, παρά την έντονη πολεμική της, προσπαθεί να διατηρεί ένα ύφος αστικής αξιοπρέπειας. Δεν λείπουν όμως και οι υπερβολές, όπως δεν λείπουν οι ιδιωματισμοί και τα στοιχεία της κερκυραϊκής διαλέκτου. Σε άλλο σημείο της τέταρτης σελίδας διαβάζουμε: «Μανθάνομεν εξ ιδιαιτέρας αλληλογραφίας ότι ο Κουμουνδούρος έπεμψε χρήματα εις την Κέρκυραν όπως υποστηρίξη το κόμμα του. Το γεγονός τούτο αποδεικνύει τρανώς την αλήθειαν, ότι ο Κουμουνδούρος εσούφροσε τα ταμεία και θέλει πάλιν να επανέλθη εις τα πράγματα, όπως σκεπάση τζη μπομπές».

Οι εκλογές της 21ης Μαρτίου 1868 έγιναν με υπηρεσιακή κυβέρνηση Βούλγαρη, ο οποίος και βγήκε νικητής. Απέτυχαν να εκλεγούν προσωπικότητες όπως ο Θ. Δηλιγιάννης και ο Χ. Τρικούπης. Σε αρκετές περιφέρειες έγιναν εκ των υστέρων «μαγειρέματα»: π.χ., στη Ζάκυνθο, όπου ακυρώθηκε η εκλογή του Κ. Λομβάρδου (εκ των επτανησίων «Ριζοσπαστών»), αλλά και στη Μεσσήνη, όπου κρίθηκε άκυρη η υποψηφιότητα Κουμουνδούρου και ο ίδιος εξαναγκάστηκε σε παραίτηση και χαρακτηρίστηκε στασιαστής, με αποτέλεσμα να κρύβεται κυνηγημένος στη Μάνη ως τον Νοέμβριο, οπότε επετράπη η επιστροφή του στην Αθήνα.

http://www.tovima.gr/default.asp?pid=2&artid=139790&ct=47&dt=20/01/2002#ixzz1EyW1BhgS

Δεν είναι αυτό που νομίζετε…

Posted in Πολιτική with tags , , , , on October 26, 2010 by shinecast




Μονόπρακτο

Πρόσωπα του έργου

ΝΙΚΗΤΑΣ: Υποψήφιος δήμαρχος
ΓΙΩΡΓΟΣ:  Φωτογράφος
ΦΩΤΟΡΕΠΟΡΤΕΡ
ΕΠΙΣΚΕΠΤΕΣ ΕΚΘΕΣΗΣ

Έκθεση φωτογραφίας σε παλιό πετρόκτιστο κτήριο. Υποβλητικός φωτισμός, σποτάκια στις φωτογραφίες που κρέμονται στον τοίχο. Τρεις-τέσσερις επισκέπτες, μεταξύ αυτών ο Γιώργος, χαζεύουν την έκθεση. Ο Νικήτας μπαίνει με το χαμόγελο του ανθρώπου που περιμένει να τον αναγνωρίσουν. Χαιρετά διά χειραψίας ένα-δυο απορημένους φιλότεχνους και μετά κατευθύνεται προς τον Γιώργο.
ΝΙΚΗΤΑΣ (με αστραφτερό χαμόγελο): Γεια σας!
ΓΙΩΡΓΟΣ (αμήχανα): Ε… Γεια…
ΝΙΚΗΤΑΣ: (σκύβει και του λέει συνωμοτικά): Ρε συ, πες καμιά εξυπνάδα να του πετάξω του Καμίνη…
ΓΙΩΡΓΟΣ: Εγώ; Από πού κι ως πού; Και, τέλος πάντων, πώς εσείς… εσύ… εμένα…
ΝΙΚΗΤΑΣ: Όλο εξυπνάδες στο facebook ξέρεις να λες. Έλα, πες μου και μένα κάνα τέτοιο να του πω αύριο, θα είμαστε στου Πρετεντέρη… Ξέρεις, κάνα λογοπαίγνιο, τέτοια…
ΓΙΩΡΓΟΣ: Μα εγώ με τον Καμίνη είμαι!
ΝΙΚΗΤΑΣ: Ώχου, μαλακίες… Έλα, πες κάτι και θα σου κάνω έκθεση φωτογραφίας στο Πνευματικό Κέντρο. Ξέρεις, εκεί πίσω από τη μουτσούνα του Παλαμά.
ΓΙΩΡΓΟΣ: Α, άκου να δεις, δεν εξαγοράζομαι εγώ! Είμαι ιδεολόγος εγώ! Εγώ… Ε; Ποια μουτσούνα;
ΝΙΚΗΤΑΣ: Του Παλαμά δεν είναι αυτό το άγαλμα το κατατονικό στην Ακαδημίας, με τις φρυδάρες; Του φέρνεις λίγο, εδώ που τα λέμε…

(Μπαίνει ο φωτορεπόρτερ. Φοράει γιλέκο φωτογραφικό, κρέμονται μηχανές, φακοί κ.ο.κ. Κοιτάζει αριστερά-δεξιά, εντοπίζει τον Νικήτα και κατευθύνεται προς το μέρος του.)
ΓΙΩΡΓΟΣ: Ώχου, α παράτα μας… (Βλέπει τον φωτορεπόρτερ). Όχι ρε πούστη μου! Δημοσιογράφοι! Ωχ, από πού να την κάνω… Σκατά. Ορίστε, τώρα θα μας βγάλουνε φωτογραφία μαζί. Θα με δει κάνας Κουβέλης, άντε να εξηγώ…
ΝΙΚΗΤΑΣ (βγάζει σαν ταχυδακτυλουργός από την τσέπη του σακακιού του ένα κόκκινο λάβαρο με κινέζικα γράμματα): Μη σε νοιάζει, ρε, ψυχραιμία. Να, κρύψου εδώ, πίσω απ’ αυτό.
ΓΙΩΡΓΟΣ: Τι ’ν’ τούτο;
ΝΙΚΗΤΑΣ: Ξέρω ’γω; Μια μαλακία. Κινέζικο. Το βρήκα στο Δημαρχείο τώρα δα, πριν ξεκινήσω για εδώ, σε μια αποθήκη. Το πήρα για κασκόλ και το κουβάλησα, μπας και χρειαστεί. Έχει βγάλει ψύχρα. Θα το έφερε κάνας δήμαρχος που αδελφοποιηθήκαμε, κάνας υπουργός… Μπορεί να το είχε πάρει ο Αβραμό από τους Κινέζους. Τέτοιος τσίπης που ήτανε…
ΓΙΩΡΓΟΣ (ανήσυχος, βλέπει τον φωτορεπόρτερ να πλησιάζει): Ρε γαμώτο…
ΝΙΚΗΤΑΣ: Μη σε νοιάζει, κρύψου σου λέω… Εγώ θα τον καθυστερήσω. Άσε, ξέρω εγώ απ’ αυτά. (Στρέφεται προς τον δημοσιογράφο, χαμογελά πλατιά και φωνάζει, κραδαίνοντας το κινέζικο λάβαρο: ) Τσινγκ Τσανγκ Τσονγκ, βρε! Χα χα χα! Ντεγκ Χσιάο Πινγκ Πονγκ, Μπι Μπι Κινγκ Μπέργκερ! Χα χα, σε καλό να μας βγει…
ΓΙΩΡΓΟΣ (απορημένος): Μα τι είναι αυτά που λες;
ΝΙΚΗΤΑΣ: Μαλακίες. Ό,τι μου ’ρθει. (Στον δημοσιογράφο, δυνατά): Τσιντσιλά, Τραλαλά! Τσινγκ Τάο, Άεκ-Πάο, Φστ Μπόινγκ 747! (Χαμηλώνει πάλι τη φωνή, γυρίζει στον Γιώργο.) Θα τους πω ότι τούτο εδώ (κουνάει το κινέζικο λάβαρο πάνω-κάτω) το στείλανε από την COSCO, που υποσχέθηκε να φτιάξει λιμάνι και στον Άγιο Παντελεήμονα. Αφού ό,τι και να πω το χάφτουνε, τα ζώα. Εδώ είπα ότι ο Δήμος έχει πλεόνασμα. Άκου, πλεόνασμα! Α, και ότι θα φτιάξω πάρκα. Χαχαχαχα! (Γυρίζει στον δημοσιογράφο και φωνάζει, με ανανεωμένο κέφι): Τζιμ Μπιμ, Τσιριμπόμ, Ραν Ταν Πλαν!

(Ο Νικήτας εξακολουθεί να φωνάζει δικής του επινόησης κινέζικα, κρατώντας το λάβαρο. Ο φωτορεπόρτερ σηκώνει τη μηχανή και ετοιμάζεται να τραβήξει φωτογραφία. Ο Γιώργος σκύβει και πασχίζει να κρυφτεί. Περνάνε μερικά δευτερόλεπτα εξευτελισμού και ταπείνωσης, κατόπιν το παίρνει απόφαση ότι μόνο το κεφάλι του κρύβεται, ο υπόλοιπος φαίνεται, και εγκαταλείπει την προσπάθεια).
ΓΙΩΡΓΟΣ: Σκατά. Δεν χωράω να κρυφτώ εδώ.
ΝΙΚΗΤΑΣ: Δεν πειράζει. Δεν προλαβαίνεις, ούτως ή άλλως. Κοίτα, μας έχει ήδη καδράρει. Τουλάχιστον χαμογέλα.
ΓΙΩΡΓΟΣ: Και στο Κόμμα τι θα πω;
ΝΙΚΗΤΑΣ: Ξέρω εγώ; Πες τους «Τσινγκ Τσανγκ Τσονγκ». Χα χα χα! Ή πες το κλασικό: «Δεν είναι αυτό που νομίζετε…» Αλλά χαμογέλα τουλάχιστον. Χαμογέλα ρε, τι σου ζητάνε;

(Ο Νικήτας και ο Γιώργος χαμογελάνε. Το φλας αστράφτει. Μένουν για λίγα δευτερόλεπτα παγωμένοι, ακίνητοι, σαν φωτογραφία. Αυλαία.)

Θήρα, η αρχαιοτέρα των επαρχιακών εφημερίδων

Posted in Αρχειακά (Ε.Λ.Ι.Α.-Το Βήμα) on October 25, 2010 by shinecast

ΓΙΩΡΓΟΣ ΤΣΑΚΝΙΑΣ | Το Βήμα, ένθετο “Βιβλία”, Κυριακή 16 Ιουνίου 2002

Με τον υπότιτλό της η εφημερίδα «Θήρα» επαίρεται ως η αρχαιοτέρα των επαρχιακών εφημερίδων. Η «Θήρα» κυκλοφορούσε στη Σαντορίνη από το 1888 ως τα μέσα περίπου του 1926, με ενδιάμεσα διαλείμματα, ο δε ισχυρισμός ελέγχεται (τον συναντάμε και σε άλλα έντυπα, π.χ. στον «Εύριπο» της Χαλκίδας, που πρωτοκυκλοφόρησε το 1865). Στη βιβλιοθήκη του ΕΛΙΑ υπάρχει ένα φύλλο της εφημερίδας (έτος ΛΖ’, περίοδος Δ’, αρ. 432, 28 Ιανουαρίου 1926). Ως ιδιοκτήτης και διευθυντής αναφέρεται ο Λουκάς Β. Σιγάλας. Η «Θήρα» είναι δισέλιδη και τρίστηλη (διαστάσεις 43Χ29 εκ.) και η συνδρομή τιμάται 60 δρχ.

Το θέμα που κυριαρχεί και καταλαμβάνει περίπου τα τέσσερα πέμπτα της εφημερίδας είναι η δραστηριότητα του ηφαιστείου της Σαντορίνης, που ξεκίνησε με την έκρηξη της 11ης Αυγούστου 1925 και έμελλε να κρατήσει ως τις 31 Μαΐου 1926. Η πρώτη σελίδα είναι σχεδόν εξ ολοκλήρου αφιερωμένη στην περιγραφή του φαινομένου από τον καθηγητή του Πολυτεχνείου Ι. Π. Δοανίδη (αναδημοσίευση από την αθηναϊκή «Εστία»): «Οι μύδροι εκσφενδονίζονται κατά χορούς. Επανειλημμένως μου έδωσαν την εντύπωσιν σμήνους πουλιών, το οποίον φεύγει τρομαγμένον προς μίαν διεύθυνσιν, εκείνην όπου τους δίδει το στόμα που τους εκσφενδονίζει… Την νύκτα είνε φανεραί φλόγες, κίτριναι, πράσιναι, κυαναί… Οχι σπανίως, όταν η έκρηξις είνε πολύ δυνατή, ο θόλος ανασηκώνεται εν όλω ή εν μέρει και νέα ρήγματα γεννώνται. Δηλαδή νέα στόματα, από τα οποία αναδίδονται με ορμήν τα ηφαιστειακά αναβλήματα. Την νύκτα το φαινόμενον είνε φαντασμαγορικόν. Ενθυμίζει σχεδόν Βυζαντινόν τρούλον». Κατά τα άλλα, η πρώτη σελίδα περιλαμβάνει έκκληση του Πανθηραϊκού Συνδέσμου προς τους «απανταχού Θηραίους» να ενισχύσουν την ανακαίνιση του Ιερού Ναού του Τιμίου Σταυρού Περίσσα.

Το εντυπωσιακό γεωλογικό φαινόμενο κυριαρχεί και στη δεύτερη σελίδα της εφημερίδας. Εκτός από το ρεπορτάζ με τον συναισθηματικό-πατριωτικό τίτλο «Το ηφαίστειόν μας» («το μόνον δυσάρεστον φαινόμενον είναι η βροχή της άμμου, ήτις απειλεί να φέρη ζημίας εις τα γεωργικά προϊόντα του τόπου, μάλιστα αν πέση κατά την άνοιξιν των αμπέλων»), δημοσιεύεται η Γεωλογική ιστορία της νήσου Θήρας (συνέχεια από το προηγούμενο φύλλο, συνεχίζεται και στο επόμενο). Μόνον η δεξιά στήλη της δεύτερης σελίδας, με γενικό τίτλο «Ζητήματα και Ειδήσεις», είναι αφιερωμένη σε άλλα θέματα: Νέα διχοτόμησις χαρτονομίσματος, Αρχαιρεσίαι Λιμενικής Επιτροπής, Ακινησία προϊόντων, Ελάττωσις τιμής άρτου, Βάπτισις Οθωμανού κ.ο.κ. Στην είδηση με τίτλο «Εκλεκτοί γάμοι» διαβάζουμε: «Ετελέσθησαν εν Αθήναις οι γάμοι του κ. Αθανασίου Σμπαρούνη, διευθυντού των Αμέσων Φόρων παρά τω υπουργείω των Οικονομικών μετά της ευηγμένης και μεμορφωμένης δεσποινίδος Γεωργίας Μαρκεζίνη, θυγατρός του συμπολίτου ημών ρέκτου βιομηχάνου κ. Αντωνίου Μαρκεζίνη. Εις τους νεονύμφους ευχόμεθα ανθόσπαρτον τον συζυγικόν βίον».

http://www.tovima.gr/default.asp?pid=46&ct=47&artId=126417&dt=16/06/2002#ixzz1Ey1sXe4y

Και τ’ όνειρο ήταν ψέμα…

Posted in Πολιτική on October 24, 2010 by shinecast


Ο Άδωνις προσπαθούσε εδώ και ώρα ν’ ανοίξει τα μάτια του. Αδύνατον να σηκωθεί από τον καναπέ. Είχε ξαπλώσει για ένα σύντομο μεσημεριανό υπνάκο και κόντευε να βραδιάσει. Μπορεί να έφταιγε αυτός ο κωλόκαιρος. Υγρασία… Του είχε κάτσει και στο στομάχι το φαγητό. Μα πού της ήρθε της Ευγενίας να φτιάξει σουτζουκάκια; Ποτέ του δεν τα είχε συμπαθήσει αυτά τα ανατολίτικα…
       Χτυπιόταν στον καναπέ και άλλαζε πλευρό, πασχίζοντας να το πάρει απόφαση και να σηκωθεί. Αμάν, αυτό το κύμινο… Το σκόρδο… Ήταν κι εκείνη η παράξενη μελωδία που του τριβέλιζε τ’ αυτιά. Δεν ήταν από τις γαμωόπερες που έβαζε συνήθως η Ευγενία – δεν τις άντεχε με τίποτα. Και την είχε χιλιοπαρακαλέσει: «Βάλε κάνα εμβατηριάκι, ρε μωρό μου…» Αλλά εκείνη τον κοίταζε στα μάτια, τρεμόπαιζε τις βλεφαρίδες, κι ο Άδωνις αμέσως έλιωνε. «Μπουμπούκο μου, αφού τη λατρεύω την όπερα…» Πόσο την αγαπούσε! Για τα ματάκια της Ευγενίας, και όπερα θα άκουγε, και σουτζουκάκια θα έτρωγε.
       Αυτό όμως που ακουγόταν τώρα ήταν κάτι διαφορετικό. Θύμιζε αόριστα εκκλησία. Του θύμιζε επίσης τη φορά που είχε πάει σε ένα ρεμπετάδικο, όταν ήταν φοιτητής, σε ένα τρισάθλιο υπόγειο κουτούκι, μόνο και μόνο για να δει πώς διασκεδάζουν αυτοί οι κομμουνισταί. Ήταν πολύ παράξενη η… πώς το έλεγε να δεις η Ευγενία; Η κλίμακα! Ναι, η κλίμακα, αυτό ήταν.
       Μια αστραπή έσχισε ξαφνικά τον συννεφιασμένο ουρανό, φωτίζοντας στιγμιαία το σαλόνι του Άδωνι. Άστραψαν στο αλλόκοσμο φως τα σεμεδάκια της μαμάς του, τα Λουΐ Κενζ (προίκα της Ευγενίας), το σύνθετο με την TV και τα Άπαντα των Ελλήνων Κλασικών, η φωτογραφία του γάμου τους, η φωτογραφία του με το αλεξίπτωτο (του είχε πάει νά όταν πήδηξε, αλλά μετά είχε πάρει ένα κάρο σταυρούς), το πορτρέτο του Προέδρου, η ελληνική σημαία, το κορνιζαρισμένο πτυχίο του… Του φάνηκε, ωστόσο, πως κάτι διέκρινε έξω, στο βάθος. Κάτι παράξενο, κάτι που δεν ήταν εκεί πριν.
       Ο Άδωνις έτριψε τα μάτια του, ανασηκώθηκε στον καναπέ, έπνιξε ένα «άει στον γερο-διάολο» (το οποίο παρ’ ολίγον να απευθύνει στα σουτζουκάκια) και κοίταξε από τη τζαμαρία. Τι να ήταν άραγε αυτό το μακρόστενο κτίσμα που υψωνόταν στο βάθος; Σαν υψικάμινος, σαν πύργος του ΟΤΕ… Κάπου προς την κατεύθυνση του Αγίου Παντελεήμονος, μεγάλη η χάρη Του. Έμοιαζε… Έμοιαζε με…
       Σοκαρισμένος, ο Άδωνις πετάχτηκε όρθιος – και κοπάνησε με φόρα το κεφάλι του στο φωτιστικό. «Γαμώ το κέρατό μου, γαμώ…» βόγκηξε. Ποτέ του δεν τον συμπάθησε αυτόν τον φανταχτερό πολυέλαιο, που τώρα κουδούνιζε περιπαικτικά και τραμπαλιζόταν πέρα δώθε. Μα έλα που τον ήθελε η Ευγενία… «Αχ, μπουμπούκο μου, μωρό μου, σε παρακαλώ…» Της τον είχε πάρει. Κι ας έκανε ένα κάρο λεφτά.
       Ο Άδωνις κοίταξε από τη τζαμαρία. Τα μάτια του έκαναν πουλάκια από τη σύγκρουση με τον πολυέλαιο, παρ’ όλα αυτά σιγουρεύτηκε. Περήφανος, αγέρωχος υψωνόταν ο μιναρές, με τη μικρή ημισέληνο στην κορυφή του, κι από το μεγάφωνο ολόλυζε γοερά ο μουεζίνης. Και πιο πέρα, στο ύψος της πλατείας Αττικής, κι άλλος. Και στη Βικτώρια, άλλος. Και άλλος στην Ομόνοια, στου Ψυρρή, στην πλατεία Θεάτρου…
       Του ήρθε σκοτοδίνη. Μα πότε, πώς… Ζοφερές εικόνες ενός τριτοκοσμικού μέλλοντας πλημμύρισαν το μυαλό του και δηλητηρίασαν την ελληνική του ψυχή. Θραύσματα αρχαίων αγαλμάτων, μαυριδεροί παντού, ο Μωάμεθ ο Πορθητής και η Άλωση της Πόλης, ισοπεδωμένες εκκλησίες, τζαμιά εκεί που πρώτα υψώνονταν τα αρχαιοπρεπέστατα γυάλινα κτήρια του Βωβού, ο Αθανάσιος-Περσεύς (ο γιόκας, το καμάρι του!) σε μια τάξη γεμάτη αραπάκια, η Αθήνα να μυρίζει κύμινο και κάρι, περιστρεφόμενοι δερβίσηδες αντί για περιστρεφόμενες πόρτες στις εισόδους των τραπεζών, μεντρεσέδες, τεκέδες, ο Ψαριανός να φουμάρει ναργιλέ ενώ ακούγεται ο ύμνος της ΑΕΚ, η Ευγενία με μπούργκα… Μμμμμ, η Ευγενία με μπούργκα – και τίποτα από μέσα… Αχ, η Ευγενία… Τα μάτια, το κορμί της, η φωνή της…
      Η φωνή της…
      «Μπουμπούκο! Αμάν, ρε μπουμπούκο μου, ξύπνα επιτέλους! Κοντεύει οχτώ, έχεις να βγεις στις ειδήσεις! Έλα, ρε μωρό μου…»
       Ο Άδωνις άνοιξε τα μάτια και αντίκρισε την Ευγενία – χωρίς μπούργκα. Έριξε μια αλλόφρονα ματιά έξω. Η Αθήνα, όπως την ήξερε. Σμαραγδόπετρα – και χωρίς μιναρέδες.
       Ώστε δεν ήταν παρά εφιάλτης;
       «Ναι, ναι, τώρα… Γαμώτο… Χάλια κοιμήθηκα… Είδα και κάτι όνειρα… Τι ώρα είπες είναι; Ένα καφέ, μωρό μου, σε παρακαλώ… Πω πω, σκατά…»

Πήγε στο μπάνιο κι έριξε μπόλικο νερό στα μούτρα του. Λίγο λίγο, οι ζοφερές εικόνες άρχισαν να αποσύρονται. Σούρνοντας τις παντόφλες, πήγε στην κουζίνα. Η Ευγενία έφτιαχνε τον καφέ του. Το βλέμμα του πλανήθηκε στα μαλλιά της, στους αριστοκρατικούς ώμους, στην υπέροχη πλάτη της, στη δαχτυλιδάτη μέση της… Πλησίασε αθόρυβα και την αγκάλιασε.
       «Αχ! Μα τι κάνεις, ρε μωρό μου… Θα χύσω… τον καφέ! Μμμμ, Μπουμπούκο μου…» Εκείνη έκλεισε τα μάτια και αφέθηκε στα χάδια του. Γρήγορα όμως, ο καφές που φούσκωνε την επανέφερε στην πραγματικότητα. «Μμμ, πονηρούλη…» Ξέφυγε από την αγκαλιά του, στράφηκε και τον κοίταξε με νάζι. «Δεν προλαβαίνουμε τώρα, μωρό μου, με τίποτα. Άντε, πιες το καφεδάκι σου και ετοιμάσου. Μπορεί μετά…» Χαμογέλασε με νόημα.
       «Ουφ, καλά» έκανε απογοητευμένος ο Άδωνις. Πήρε τον καφέ και ξεκίνησε για το σαλόνι. Οι εφιαλτικές εικόνες επέστρεψαν στιγμιαία στο θολωμένο του μυαλό. Ξαναγύρισε στην κουζίνα.
       «Μπουμπούκο, όχι τώρα είπαμε!» είπε αυστηρά η Ευγενία.
       «Όχι, όχι, κάτι άλλο ήθελα να σε ρωτήσω», απάντησε ο Άδωνις. «Δε μου λες, ο Κακλαμάνης είναι ακόμα δήμαρχος, ε;»
       Η Ευγενία τον κοίταξε με το ύφος που κοίταζε (εκείνη, ο Άδωνις και όλοι στο Κόμμα) τον Πλεύρη, όποτε άνοιγε το στόμα του.
       «Φυσικά, μωρό μου. Μα πού σου ήρθε;»
       «Τίποτα, τίποτα. Κάτι που είδα στον ύπνο μου…»
       Ο Άδωνις ήπιε μια γουλιά καφέ και αναστέναξε από ανακούφιση. Τι ωραία που δεν είχε αλλάξει τίποτα…

Έτος 2015: Ανακατατάξεις στο πολιτικό σκηνικό…

Posted in Πολιτική on October 18, 2010 by shinecast


..Ταξιδέψαμε στον χρόνο και παρουσιάζουμε αποκλειστικές φωτογραφίες και ρεπορτάζ από την Ελλάδα του 2015.

Το 2010, ο Νικήτας Κακλαμάνης έχασε τις δημοτικές εκλογές. Πρόλαβε, ωστόσο, τελευταία στιγμή, να ιδιωτικοποιήσει τον Δήμο Αθηναίων. Εντελώς συμπτωματικά και με πλήρη διαφάνεια, τον μειοδοτικό διαγωνισμό κέρδισε ο Μπάμπης Βωβός. Ιδού το νέο δημαρχείο. Διακρίνεται και άγνωστος Αθηναίος πολίτης, ο οποίος δεν έμεινε βωβός.

Έτος 2015: Ο Μπάμπης Βωβός είναι πλέον και Πρόεδρος της Δημοκρατίας. Σε μια χώρα διαλυμένη, που σπαράσσεται από εμφύλιο, οι Αθηναίοι ενώνονται και επιχειρούν να καταλάβουν το νέο προεδρικό μέγαρο. Ο Βωβός ταμπουρώνεται και αντιστέκεται. Διακρίνεται στο παράθυρο  η μαύρη παντιέρα του.

Ο Γ.Α.Π. έχει χάσει την ηγεσία του Κινήματος. Έχει πάρει τα βουνά (συγκεκριμένα τα Τουρκοβούνια) και από εκεί καθοδηγεί το αντάρτικο κίνημα, με παρατσούκλι “Καπετάν Le petit fleur” (“ο μικρός φλώρος”). Τα βράδια εισέρχεται μεταμφιεσμένος στην Αθήνα και γράφει συνθήματα στους τοίχους.

Εδώ απεικονίζεται η Άντζελα Γκερέκου, σιδηρά κυρία (κυριολεκτικά) της νέας ηγεσίας του ΠΑΣΟΚ και ισόβιος Υπουργός Πολιτισμού, να κοιτά επιδοκιμαστικά το έργο της.

Τα νέα γραφεία της Νέας Δημοκρατίας. Διακρίνεται το νέο όνομα του κόμματος και το νέο λογότυπο. Το βέλος συμβολίζει τη νέα δεξιά στροφή του Αντώνη Σαμαρά. Το γαλάζιο καγκελάκι, τη γαλάζια γενιά.

Το θαύμα της σοβιετικής τεχνολογίας: η νέα Γ.Γ. του Κόμματος, Αλιάνα Παπανέλη, υβρίδιο που προέκυψε εκ του Περισσού. Το κατακόκκινο κουτάκι αναψυκτικού στα αριστερά της απηχεί τα ελεγχόμενα ανοίγματα του Κόμματος προς την οικονομία της αγοράς, κατά το πρότυπο της Κίνας. Πίσω, διακρίνονται αναθεωρητές της Δημοκρατικής Αριστεράς, με εμφανή τα σημάδια από την εκτέλεσή τους, κατόπιν καταδίκης από λαϊκά δικαστήρια.

Τα γραφεία του ΣΥΝ. Διακρίνονται οι σημαίες των τάσεων.Οι δύο σημαντικότερες από τις 4576894564 συνιστώσες του ΣΥΡΙΖΑ. Δυστυχώς, όπως φαίνεται στη φωτογραφία, δεν μιλούν μεταξύ τους.

Ύστερα από ένα δραματικό συνέδριο, ο Ηλίας Ψινάκης αναδείχτηκε πρόεδρος του ΛΑΟΣ. Ακολούθησε η διάσπαση. Οι οπαδοί του ιδρυτού του κόμματος κατέστρεψαν βίαια τα γραφεία της νέας ηγεσίας, μια νύχτα που έμεινε γνωστή ως krystallnacht. Διακρίνονται τα κατεστραμμένα γραφεία και τα πορτρέτα των μελών της βραχύβιας Γραμματείας του κόμματος υπό τον Ηλία Ψινάκη.

Τα γραφεία του Μετώπου Αλληλεγγύης και Ανατροπής. Οι γείτονες λένε πως, τα βράδια με φεγγάρι, μπορεί κανείς να διακρίνει στην ταράτσα μια μοναχική φιγούρα, ζωσμένη φυσεκλίκια. Κάποιοι ισχυρίζονται πως πρόκειται για τον Αλέκο Αλαβάνο, που φυλάει σκοπιά μην τυχόν πάει και μπει μέσα κανένας ελεγκτής του ΔΝΤ.

Άννα Αχμάτοβα, [Ήταν πολύ τρομακτικό…]

Posted in Λογοτεχνία on October 15, 2010 by shinecast

Ήταν πολύ τρομακτικό να ζεις σ’ αυτό το σπίτι
και ούτε η θέρμη της πατρικής εστίας,
ούτε η κούνια που είχε μέσα το παιδί μου,
ούτε που ήμασταν κι οι δυο μας τόσο νέοι
και όνειρα γεμάτοι,
δε σίγαζαν την αίσθηση του φόβου.
Κι έμαθα να την κρύβω μ’ ένα γέλιο
και άφηνα μια κούπα με κρασί
και λίγα ψίχουλα, για κείνον που τη νύχτα
σαν το σκυλί την πόρτα γρατζουνούσε
ή κοίταζε απ’ το παραθυράκι,
ενώ εμείς πασχίζαμε σιωπώντας
να μην κοιτάμε τι γινόταν στον καθρέφτη,
ούτε ποιανού τα βήματα στη σκάλα
ηχούσανε βαριά μες στο σκοτάδι,
λες κι από λύπηση σωπαίναμε, με οίκτο.
Και συ έλεγες, παράξενα γελώντας:
“Ποιον κουβαλάνε τάχα από τη σκάλα;”
Τώρα εσύ ‘σαι κει που όλα τα ξέρουν∙
πες μου: τι ζούσε, έξω από μας, σ’ αυτό το σπίτι;

                                                                  1921

Μετάφραση: Γ. Τσακνιάς.
Σχέδιο: Εύη Τσακνιά.

Μια μαύρη προβατίσια μέρα

Posted in Διάφορα κείμενα on October 12, 2010 by shinecast

Στο μαύρο πρόβατο (Μπόροβα)

 

Μίαν αυγή πουρνό-πουρνό,
ύστερα από ’να βράδυ μπέικο,
σ’ ένα εστιατόριο φτηνό
παρήγγειλα αβγά με μπέικο.

Απέναντί μου, στο ημίφως,
έτρωγες τοστ τυρί-ζαμπόν.
Μυστηριώδες είχες ύφος,
ο Μπράντο ήσουν φτυστός − καρμπόν!

Σου ζήτησα την αλατιέρα
μια μαύρη, προβατίσια μέρα.

Άγγιξαν, τάχα άθελά μου,
(κι αχ! πώς εσκίρτησε η καρδιά μ’!)
τα δάχτυλά σου τα δικά μου
κι έγιναν όλα γης μαδιάμ.

Ήρθες στη διπλανή καρέκλα
και μ’ έπιασε ταχυπαλμία.
Σου είπα πως με λένε Θέκλα,
μού ’πες πως είσαι απ’ τη Λαμία.

Κάπου ηχούσε μια φλογέρα
μια μαύρη, προβατίσια μέρα.

Με το μπλα-μπλα και το πες-πες
γρήγορα πέρασεν η ώρα.
Καυτές σου έριχνα ματιές,
περίσσια είχα πάρει φόρα.

Σε κάλεσα στο σπιτικό μου.
Κι ενώ ηχούσε η Πέγκυ Ζήνα,
έβγαλα το εσώρουχό μου,
το κάναμε μες στην κουζίνα.

Μου έσπασες τη σαλατιέρα
μια μαύρη, προβατίσια μέρα.

Για μήνες τρεις νυχθημερόν
το κάναμε (είχες χρόνια στέρηση).
Μα ένα βράδυ τρομερόν
διαπίστωσα την καθυστέρηση.

«Με Νίκης φτερωτήν ορμή»
που λέει ο Γεώργιος Δροσίνης
εσύ μου έλεγες να μη
κάνω το τεστ εγκυμοσύνης

Και μας επλάκωσε η φοβέρα
μια μαύρη, προβατίσια μέρα.

Είπες: «Δεν δέχομαι συζήτηση∙
ανυπερθέτως θα το ρίξεις.
Ειδάλλως, τέρμα η συγκατοίκηση.
Και, ξέρεις, δεν μπορώ τις ρήξεις».

Επιχειρηματολογούσες:
«Δεν θέλω να γεννούμε τρίο»
και γι’ άλλο πράγμα δεν μιλούσες
μέχρι και έξω απ’ το ιατρείο.

Εσύ περίμενες πιο πέρα
μια μαύρη, προβατίσια μέρα.

Όμως την ύστατη στιγμή
εγώ μετέβαλα τη γνώμη.
Κι εσύ δεν έδειξες πυγμή,
μόνο ψιθύρισες: «Συγνώμη».

Κι ένα πρωί στην εκκλησία
με ύφος περίμενες μελό
και σ’ έπιασε παραλυσία
σαν μ’ είδες να χαμογελώ.

Έτσι εφόρεσα τη βέρα
μια μαύρη, προβατίσια μέρα.

Μα ο μήνας έπειτα του μέλιτος
ω! πόσο ήταν θλιβερός…
Ήσουν συνέχεια ατημέλητος
κι έπινες μόνο Lac de Roche.

Εγώ μονάχη στη σουίτα,
λιώμα απ’ τη ναυτία, τη ζάλη
να κλαίω τη φοβερή μου ήττα
που αγάπησα ένα ρεμάλι.

Σ’ έπιασα με την καμαριέρα
μια μαύρη, προβατίσια μέρα.

Τους μήνες πέρασα της κύησης
σε χωριουδάκι του Μωριά
με μερικές σελίδες ποίησης
για μόνη μου παρηγοριά.

Ακόμη και στο μαιευτήριο
δεν έπαψα να απορώ
πού βρήκα τέτοιον αλητήριο.
Μα ύστερα ήρθε το μωρό.

Έμοιαζε με σκουληκαντέρα
μια μαύρη, προβατίσια μέρα.

Φίλε, εν τέλει ήσουν λέρα!
Μπορώ να σου το πω στα ίσια!
Ανάθεμα τη μαύρη μέρα
(μια μαύρη μέρα, προβατίσια)

που είδα τα μάτια σου τα πλάνα.
Θα φύγω για την Αυστραλία,
όμως φοβάμαι τ’ αεροπλάνα∙
να δω ποιες μέρες έχει πλοία.

Μελβούρνη, Σίδνεϋ ή Καμπέρα
μια μαύρη, προβατίσια μέρα.

(13 Μαΐου 2004)

Union libre

Posted in Λογοτεχνία, Φωτογραφία on October 10, 2010 by shinecast

Ma femme à la chevelure de feu de bois
Aux pensées d’éclairs de chaleur
A la taille de sablier
Ma femme à la taille de loutre entre les dents du tigre
Ma femme à la bouche de cocarde et de bouquet d’étoiles de
dernière grandeur
Aux dents d’empreintes de souris blanche sur la terre blanche
A la langue d’ambre et de verre frottés
Ma femme à la langue d’hostie poignardée
A la langue de poupée qui ouvre et ferme les yeux
A la langue de pierre incroyable
Ma femme aux cils de bâtons d’écriture d’enfant
Aux sourcils de bord de nid d’hirondelle
Ma femme aux tempes d’ardoise de toit de serre
Et de buée aux vitres
Ma femme aux épaules de champagne
Et de fontaine à têtes de dauphins sous la glace
Ma femme aux poignets d’allumettes
Ma femme aux doigts de hasard et d’as de coeur
Aux doigts de foin coupé
Ma femme aux aisselles de martre et de fênes
De nuit de la Saint-Jean
De troène et de nid de scalares
Aux bras d’écume de mer et d’écluse
Et de mélange du blé et du moulin
Ma femme aux jambes de fusée
Aux mouvements d’horlogerie et de désespoir
Ma femme aux mollets de moelle de sureau
Ma femme aux pieds d’initiales
Aux pieds de trousseaux de clés aux pieds de calfats qui boivent
Ma femme au cou d’orge imperlé
Ma femme à la gorge de Val d’or
De rendez-vous dans le lit même du torrent
Aux seins de nuit
Ma femme aux seins de taupinière marine
Ma femme aux seins de creuset du rubis
Aux seins de spectre de la rose sous la rosée
Ma femme au ventre de dépliement d’éventail des jours
Au ventre de griffe géante
Ma femme au dos d’oiseau qui fuit vertical
Au dos de vif-argent
Au dos de lumière
A la nuque de pierre roulée et de craie mouillée
Et de chute d’un verre dans lequel on vient de boire
Ma femme aux hanches de nacelle
Aux hanches de lustre et de pennes de flèche
Et de tiges de plumes de paon blanc
De balance insensible
Ma femme aux fesses de grès et d’amiante
Ma femme aux fesses de dos de cygne
Ma femme aux fesses de printemps
Au sexe de glaïeul
Ma femme au sexe de placer et d’ornithorynque
Ma femme au sexe d’algue et de bonbons anciens
Ma femme au sexe de miroir
Ma femme aux yeux pleins de larmes
Aux yeux de panoplie violette et d’aiguille aimantée
Ma femme aux yeux de savane
Ma femme aux yeux d’eau pour boire en prison
Ma femme aux yeux de bois toujours sous la hache
Aux yeux de niveau d’eau de niveau d’air de terre et de feu.

André Breton, Clair de terre (1931)

Το ποίημα, με τη φωνή του André Breton και μουσική των Estimated Prophets, εδώ: http://www.reverbnation.com/play_now/song_4344040

My wife with the hair of a wood fire
With the thoughts of heat lighting
With the waist of an hourglass
With the waist of an otter in the teeth of a tiger
My wife with the lips of a cockade and a bunch of stars of the last magnitude
With the teeth of tracks of white mice on the white earth
With the tongue of rubbed amber and glass
My wife with the tongue of a stabbed host
With the tongue of a doll that opens and closes its eyes
With the tongue of an unbelievable stone
My wife with the eyelashes of strokes of a child’s writing
With brows of the edge of a swallow’s nest
My wife with the brow of slates of a hothouse roof
And of steam on the panes
My wife with the shoulders of a champagne
And of a fountain with dolphin-heads beneath the ice
My wife with wrists of matches
My wife with fingers of luck and ace of hearts
With fingers of mown hay
My wife with armpits of marten and of beechnut
And of Midsummer Night
Of privet and of an angelfish nest
With arms of seafoam and of riverlocks
And of a mingling of the wheat and the mill
My wife with legs of flares
With the movements of clockwork and despair
My wife with calves of eldertree pith
My wife with feet of initials
With feet of rings of keys and Java sparrows drinking
My wife with a neck of unpearled barley
My wife with a throat of the valley of gold
Of a tryst in the very bed of the torrent
With breasts of night
My wife with breasts of a marine molehill
My wife with breasts of the ruby’s crucible
With breasts of the rose’s spectre beneath the dew
My wife with the belly of an unfolding of the fan of days
With the belly of a gigantic claw
My wife with the back of a bird fleeing vertically
With a back of quicksilver
With a back of light
With a nape of rolled stone and wet chalk
And of the drop of a glass where one has just been drinking
My wife with hips of a skiff
With hips of a chandelier and of arrow-feathers
And of shafts of white peacock plumes
Of an insensible pendulum
My wife with buttocks of sandstone and asbestos
My wife with buttocks of swans’ backs
My wife with buttocks of spring
With the sex of an iris
My wife with the sex of a mining-placer and of a platypus
My wife with a sex of seaweed and ancient sweetmeat
My wife with a sex of mirror
My wife with eyes full of tears
With eyes of purple panoply and of a magnetic needle
My wife with savanna eyes
My wife with eyes of water to be drunk in prison
My wife with eyes of wood always under the axe
My wife with eyes of water-level of air earth and fire

(translated by Edouard Roditi) 

Η αρχική -πριν τη δική μου επεξεργασία και το κολάζ- φωτογραφία (η Ελένη στον οφθαλμίατρο) είναι της Βίκυς Στυλιαρά.


Mind the gap

Posted in Uncategorized on October 10, 2010 by shinecast

Please mind the gap between the buildings