ΓΙΩΡΓΟΣ ΤΣΑΚΝΙΑΣ | Το Βήμα, ένθετο “Βιβλία”, Κυριακή 30 Μαΐου 2004
…που σκούζει, φωνάζει κι λέει: Τα καλά πόχουν οι πολιτείες πρέπει να τάχουν κι να τα χαίρουνται κι τα χωριά μας για να ζιούν ανθρωπινά κι πολιτισμένα!… και ο υπότιτλος της πρώτης φυλάδας της εφημερίδας, με ημερομηνία Κερασάρης=Μάης 1963, συνεχίζει, καταλαμβάνοντας ούτε λίγο ούτε πολύ έκταση 117 λέξεων και κερδίζοντας επάξια τον τίτλο του μακροσκελέστερου υπότιτλου στη συλλογή τοπικού Τύπου του E.Λ.I.A. (περίπου 750 καταγεγραμμένες εφημερίδες). Διευθυντής και υπεύθυνος της εφημερίδας Βουνίσια Χαμπέρια (στη βιβλιοθήκη του E.Λ.I.A. φυλάσσονται τα έξι πρώτα φύλλα, ως τον Αλωνάρη – Ιούλιο – του 1965) ήταν ο Βασίλης ο Φανίτσιος, Ζαγορίσιος απ’ το Λιασκοβέτς, που ξενιτέβεται εδώ στην Αθήνα.
H εφημερίδα (δηλαδή ο Βασίλης ο Φανίτσιος) ήταν ταγμένη ξεκάθαρα στην Αριστερά, προέτασσε ωστόσο του πολιτικού σχολιασμού τον καθαυτό «ταξικό αγώνα», ήτοι τη γενικότερη ανόρθωση της υπαίθρου (καένας κερατάς, ούτε δέξιος, ούτε ζέρβιος ούτε… «κυματοθραύστης» δε μας εμαρτύρησε ‘ν’ αλήθεια στο πώς θα μπορεί να ζιει ο καψοκοσμάκης στα Βουνίσια μας χωριά λίγο ανθρωπινά κι πολιτισμένα), μέσα από την πάλη για συγκεκριμένους στόχους (π.χ. να νοικοκυρεφτεί η δασοκάπηλη δασική πολιτική). Μόνιμες στήλες της εφημερίδας: Από ράχι σε ράχι, Απ’ το καραούλι μας, Βουή απ’ τα βουνίσια μας χωριά, Το Χαζοχώρι (ιστορία των κουτών).
H εφημερίδα, όπως είναι ήδη προφανές από τα παραθέματα, ήταν γραμμένη εξ ολοκλήρου στη Ρομέηκη γλόσα μας και με μονοτονικό, σχεδόν είκοσι χρόνια πριν από την επίσημη καθιέρωσή του. Στο τέταρτο φύλλο (Ιούλιος 1965) παρουσιάζονται οι περί το γλωσσικό απόψεις του Βασίλη του Φανίτσιου (να γράφουμε όπως κρένουμε) που παραπέμπουν στα κείμενα του Ιωάννη Βηλαρά, αφού όποιος δε διάβασε Βηλαρά έχει μεσάνυχτα!
Από το δεύτερο φύλλο της εφημερίδας και εξής αναδημοσιεύονται σχόλια αθηναϊκών (Εστία, Βήμα, Καθημερινή) και άλλων επαρχιακών εφημερίδων (Ηπειρωτικός Αγών) για την έκδοση. Σε δημοσίευμα της Καθημερινής της 18ης Ιουλίου 1963 διαβάζουμε ότι ο Βασίλης ο Φανίτσιος είναι ένας Ηπειρώτης μικροπωλητής, πασίγνωστος εις τα τυπογραφεία των εφημερίδων, όπου περνά κάθε βράδυ και πωλεί γραβάτες, κάλτσες, παλαιά βιβλία και ξυπνητήρια. Από τα παλαιά βιβλία που εμπορεύεται έχει διαβάσει πολλά, από τους ανθρώπους των βουνών της πατρίδος του έχει ακούσει περισσότερα, κάποτε νόμιζε πως ήτο και κομμουνιστής, το ενόμιζε και είχεν εξοριστεί μάλιστα, αλλά δεν ήτο. Μάλλον είναι αριστερός sui generis.
Γεγονός είναι ότι πρόκειται για μια εντελώς sui generis περίπτωση εντύπου, πλούσιου σε ύλη, τολμηρού σε έκφραση και εντελώς πρωτότυπου. Για την απήχηση που είχαν τα Βουνίσια Χαμπέρια στο αναγνωστικό κοινό δυστυχώς δεν υπάρχουν στοιχεία, μόνον η υποσελίδια παράκληση-προτροπή: Αν σας αρέει η φημερίδα μας, πέτε και στσαλνούς να δώκουν μιάμιση δραχμή να την πάρουν απ’ το Πρακτορείο.