Αγαπητή Ευτυχία,
Έλαβα την πρόσκληση στην εκδήλωση για το καινούριο σου βιβλίο. Εύχομαι να είναι καλοτάξιδο. Θα προσπαθήσω ανυπερθέτως να έρθω.
Ξέρεις, Ευτυχία, αυτό δεν είναι και τόσο εύκολο. Το να έρθω, εννοώ. Κυρίως, το να έρθω στο σωστό μέρος και τη σωστή ημέρα και ώρα. Δεν είναι δικαιολογία αυτή, ίσως μάλιστα γίνομαι και αγενής, αλλά δεν μπορώ παρά να το παραδεχτώ: ενίοτε μόνο βρίσκομαι στο σωστό μέρος τη σωστή στιγμή, κι αυτό κατά κανόνα οφείλεται στην τύχη. Δεν γνωρίζω πώς και γιατί συμβαίνει αυτό· μάλλον κάτι πάει κάπως λάθος μέσα στο κεφάλι μου.
Να, παραδείγματος χάριν μόλις σήμερα έγινε το εξής: ανακάλυψα το απόγευμα ότι τα γενέθλια στα οποία σκόπευα να πάω το βράδυ είχαν λάβει χώρα εχθές. Και μάλιστα αρνήθηκα μια άλλη πρόσκληση για να πάω σε αυτά τα γενέθλια, μπερδεύοντας έτσι ένα σωρό κόσμο.
Μπορώ επίσης να σου πω ότι δύο φορές έχω χάσει το αεροπλάνο, νομίζοντας ότι φεύγει το βράδυ την τάδε ώρα, ενώ είχε ήδη φύγει την τάδε ώρα αλλά το πρωί. Θα μπορούσα να είχα ξανακοιτάξει το εισιτήριο για να τσεκάρω την ώρα αναχώρησης, αλλά όχι. Δεν το έκανα. Βασίστηκα σε αυτό που θυμόμουν έτσι θολά και στο περίπου. Κι ακόμα, τουλάχιστον τέσσερις φορές έχω πάει κάπου με το αυτοκίνητο και μετά το έχω ξεχάσει και έχω επιστρέψει στο σπίτι με τα πόδια ή με τη συγκοινωνία.
Άλλο ένα πρόσφατο παράδειγμα, το οποίο γνωρίζεις προσωπικά: τις προάλλες σκέφτηκα να σου πω να πιούμε καφέ παρέα, χάρηκα που θα ερχόσουν – και μετά ξέχασα να σου το πω. Το πληροφορήθηκες συμπτωματικά και ήρθες, αφού πρώτα μου έστειλες το εξής μήνυμα: «Έμαθα πως έχεις ραντεβού με την ευτυχία. Θα έρθει. Παναγιώτου». Παρεμπιπτόντως, ωραία περάσαμε. Ε; Είδες, αυτή είναι μια περίπτωση που τα πράγματα ήρθαν σωστά, αλλά κατά τύχη.
Καμιά φορά πάλι, αποτυγχάνω να παρευρεθώ κάπου ολόκληρος, ή να παρευρεθώ ψυχή τε και σώματι. Ας πούμε πριν από κάτι μήνες, σε μια εκδήλωση για μια ποιητική συλλογή, καλή ώρα, ήμουν πολύ κουρασμένος για να πάω, κι έτσι παρευρέθηκα πνευματικώς. Δεν ήταν και πολύ καλή ιδέα, όπως αποδείχτηκε, διότι το πνεύμα μου αποφάσισε ότι είχε όρεξη να δοκιμάσει διάφορα κόλπα που είχε δει, λέει, σε ταινίες: άρχισαν λοιπόν οι πόρτες στον χώρο της εκδήλωσης να ανοιγοκλείνουν άνευ λόγου και να χτυπάνε, κάτι κουταλάκια να πετάνε ή να στραβώνουν χωρίς να τα πειράξει κανείς κ.ο.κ. Η βραδιά έκλεισε αμήχανα, με τον τιμώμενο ποιητή να φτύνει πούπουλα κότας.
Μια άλλη φορά, είχα να πάω σε ένα συνέδριο για την ιστορία του Εμφυλίου. Απόγευμα στη δουλειά, προτού ξεκινήσω για το συνέδριο, έγειρα λίγο στο γραφείο μου να ξεκουραστώ. Πρέπει να με πήρε ο ύπνος, ξύπνησα απότομα και πετάχτηκα πανικόβλητος να μην αργήσω. Έφτασα εγκαίρως, μόλις ξεκινούσε η πρώτη συνεδρίαση, αλλά είχα ξεχάσει στο γραφείο το κεφάλι μου. Όταν το συνειδητοποίησα, ήταν αργά για να γυρίσω να το πάρω. Εξάλλου, το κεφάλι μου ήταν αυτό που κυριολεκτικά συνειδητοποίησε, συνεπώς το ίδιο θα έπρεπε είτε να δώσει την εντολή στο σώμα μου να γυρίσει να το πάρει (οπότε θα αργούσα) είτε να προσπαθήσει να έρθει μόνο του.
Herbert Bayer, selbsportrait 1932.
Εκείνο το καημένο σκέφτηκε πρώτα απ’ όλα να έρθει (δηλαδή να πάει να βρει το σώμα μου, =του) μόνο του. Ξεκίνησε –«πεζή» δεν είναι ο ορθότερος τρόπος να περιγράψουμε τη μικρή διαδρομή που πρόλαβε να διανύσει προτού αλλάξει γνώμη· το «χοροπηδηχτά» είναι μάλλον ακριβέστερο–, καθ’ οδόν όμως αναλογίστηκε την εντύπωση που θα προκαλούσε μια ασώματος κεφαλή, η οποία θα χοροπηδούσε στις κυλιόμενες κλίμακες του μετρό. Στάθηκε, λοιπόν, στο χολ, προτού ανοίξει την πόρτα και βγει στον δρόμο. Γύρισε και βάλθηκε να χοροπηδά για να ανέβει τις σκάλες, τις οποίες είχε μόλις κατέβει (δεν μπορούσε βέβαια να χρησιμοποιήσει το ασανσέρ – όχι ότι δεν δοκίμασε, αλλά κόντεψε να σπάσει τη μύτη του, πηδώντας ψηλά και προσπαθώντας να πετύχει το σωστό κουμπί, οπότε τα παράτησε). Ανεβαίνοντας, λοιπόν, τις σκάλες, σκεφτόταν ότι και το σώμα, όταν (νωρίτερα) πήρε το μετρό και πήγε μόνο του στο συνέδριο, θα πρέπει να παρουσίαζε παράδοξο θέαμα. Το καημένο το κεφάλι μου κουνήθηκε για να αποδιώξει τη δυσάρεστη σκέψη –εάν εκείνη τη στιγμή ήταν συνημμένο στο σώμα του (μου) θα λέγαμε ότι «ο Γιώργος κούνησε το κεφάλι του»– και προσπάθησε να βρει κάποια άλλη λύση.
Το κεφάλι μου μπήκε στο γραφείο μου, στον τρίτο όροφο, πλησίασε το τηλέφωνο και το κοίταξε. Εκείνο τού ανταπέδωσε το βλέμμα, με αδιάφορη ψυχρότητα. Το κεφάλι σκέφτηκε να τηλεφωνήσει τουλάχιστον στο σώμα μου, καθώς το κινητό μου ήταν στην τσέπη του μπουφάν μου. Βλαστήμησε που δεν είχε χέρια (δεν είχε τη συγκεκριμένη στιγμή, δηλαδή, που τα χρειαζόταν), έπειτα σήκωσε με τα δόντια το ακουστικό, το άφησε ανοιχτό πάνω στην επιφάνεια του γραφείου, και άρχισε να πληκτρολογεί τον αριθμό με την πονεμένη του (μου) από το ασανσέρ μύτη. Έπειτα, έγειρε όλο προσμονή το αυτί στο ακουστικό. Το κινητό χτυπούσε, αλλά δεν απαντούσε κανείς. «Τι διάολο», σκέφτηκα –σκέφτηκε το κεφάλι μου, δηλαδή– «αφού έχω, το σώμα μου τέλος πάντων έχει χέρια, γιατί δεν το σηκώνει;» Και τότε, ξαφνικά, με χτύπησε κατακούτελα η σκέψη: «Κι άμα το σηκώσω, δηλαδή, πώς θα μου μιλήσω, που το στόμα μου είναι εδώ, μαζί με το κεφάλι μου;» Και, αμέσως μετά, η ακόμα μεγαλύτερη, η πιο αποκαλυπτική αλήθεια: «Βρε ηλίθιε, αφού δεν έχεις ούτε καν αυτιά να ακούσεις ότι σε καλείς. Δηλαδή έχεις, αλλά τα έχεις εδώ!»
Ενώ το τηλέφωνο εξακολουθούσε να χτυπάει και να μην το σηκώνω (να μην το σηκώνει το σώμα μου, δηλαδή, το ευρισκόμενο στο συνέδριο), εγώ (=το κεφάλι μου) συνέχιζα τις σκέψεις μου: «Αφού το κινητό έχει δόνηση. Δεν χρειάζεται να το ακούσω· αρκεί να νιώσω τη δόνηση μέσα από το μπουφάν κι έτσι να το κλείσω, τουλάχιστον, να μη χτυπάει…» Να μη χτυπάει! Τόσην ώρα το κινητό μου κατά πάσα πιθανότητα χτυπούσε μέσα στο συνέδριο, και το σώμα μου καθόταν εκεί αναίσθητο και δεν το σήκωνε!
Πανικόβλητο το κεφάλι μου, πετάχτηκε να κλείσει το τηλέφωνο. Αστόχησε, κι αποχαιρέτησα για πάντα έναν ωραιότατο κυνόδοντα. Και, σαν να μην έφτανε αυτό, το ακουστικό του τηλεφώνου γλίστρισε πάνω στη τζαμένια επιφάνεια του γραφείου, έπεσε κι έμεινε να κρέμεται από το σπιράλ καλώδιο, αιωρούμενο λίγα εκατοστά πάνω από το πάτωμα.
Κοίταξα –το κεφάλι μου κοίταξε, δηλαδή– προς τα κάτω με απελπισία. Το ακουστικό λικνιζόταν περιπαιχτικά, ενώ μέχρι τα αυτιά μου εξακολουθούσε να φτάνει το εξοργιστικό «τουτ… τουτ…» του κινητού μου, το οποίο δεν μπορούσα να απαντήσω. Την τελευταία στιγμή ακριβώς, συγκράτησα την παρόρμηση (του κεφαλιού μου) να πηδήξω, να πηδήξει στο πάτωμα. Όχι μόνο γιατί φοβόμουν μη χτυπήσω (μη χτυπήσει), αλλά και –κυρίως– γιατί σκέφτηκα ότι δεν θα μπορούσε να ξανασκαρφαλώσει στο τραπέζι, και δη κρατώντας το ακουστικό ανάμεσα στα δόντια.
Η μόνη λύση ήταν να ανακτήσω την ψυχραιμία μου, να προσπαθήσω να αγνοήσω την αγωνία μου για την ενόχληση που άθελά μου προκαλούσα (κατά πάσα πιθανότητα) στο συνέδριο και να προσπαθήσω να ανελκύσω, ούτως ειπείν, το ακουστικό, τραβώντας λίγο λίγο το καλώδιο με τα δόντια μου. Πραγματικά, έβαλα την ιδέα μου σε εφαρμογή και, ύστερα από κάποια ώρα και μερικές αποτυχημένες προσπάθειες, με μια συντονισμένη κίνηση των δύο γνάθων (της άνω και της κάτω, δηλαδή), μια κίνηση παράλληλης διεύθυνσης αλλά σε αντίθετες κατευθύνσεις, άρχισα να ανασύρω το ακουστικό. Εκείνο πλησίαζε προς το μέρος μου (= του κεφαλιού μου) αργά και βασανιστικά· πάσχιζα να μείνω συγκεντρωμένος σε αυτό που έκανα, μη μου φύγει το καλώδιο από τα δόντια και αναγκαστώ να ξαναρχίσω από την αρχή, δεν ήταν όμως δυνατόν να πάψω να αναρωτιέμαι τι άραγε έκανα όλη αυτήν την ώρα στο συνέδριο – τι έκανε το σώμα μου, δηλαδή. Με έλουζε κρύος ιδρωτας (υποθέτω, διότι δεν ήμουν εκεί να ξέρω, τρόπον τινά) στη σκέψη πως το κινητό μου τόση ώρα έπαιζε το θέμα του twilight zone (τι επιλογή κι αυτή για ringtone), διαταράσσοντας το συνέδριο και προκαλώντας τα βλέμματα δεκάδων σοβαρών επιστημόνων και διανοουμένων προς ένα σώμα χωρίς κεφάλι, το οποίο (εγώ, δηλαδή) καθόταν ακίνητο, αναίσθητο, παντελώς αδιάφορο για την αναστάτωση που προκαλούσε (που προκαλούσα).
Και, άραγε, καθόταν όντως ακίνητο και αναίσθητο; Πώς μπορούσα να το ξέρω, την ώρα που με φοβερή αγωνία προσπαθούσα (προσπαθούσε το κεφάλι μου, δηλαδή) να ψαρέψει το ακουστικό του τηλεφώνου, τραβώντας με τα δόντια πόντο πόντο το καλώδιο; Πώς ήμουν σίγουρος ότι το σώμα μου, παρ’ όλο που πλέον δεν ελάμβανε εντολές από τον εγκέφαλό μου (καθώς αυτός βρισκόταν μέσα στο κεφάλι μου κι εκείνο, όπως προανέφερα, βρισκόταν στο γραφείο), έμενε ήσυχο και δεν έπαιρνε πρωτοβουλίες; Στο κάτω κάτω, είχε βγει μόνο του από το γραφείο, είχε πάρει τη συγκοινωνία και είχε πάει στο συνέδριο. Πού να ξέρω πώς συμπεριφερόταν εκεί, τη στιγμή που δεν είχε συνείδηση; Που δεν είχε αναστολές, τον παραμικρό φραγμό, που δεν είχε ηθική;
Με ένα τελευταίο τράβηγμα της κάτω γνάθου, κατόρθωσα να ανεβάσω το ακουστικό στο τραπέζι. Το κεφάλι μου το γράπωσε βιαστικά με τα δόντια και το κατέβασε με όση φόρα μπορούσε πάνω στη συσκευή. Βεβαιώθηκα ότι το τηλέφωνο είχε κλείσει καλά, και έγειρα το κεφάλι μου αποκαμωμένος δίπλα του.
Θα πρέπει να με πήρε ο ύπνος, γιατί όταν άνοιξα τα μάτια μου είχε αρχίσει να χαράζει η επόμενη μέρα και αισθανόμουν πιασμένος παντού, καθώς κι έναν έντονο πόνο στην ωμοπλάτη. Στην ωμοπλάτη! Σηκώθηκα και συνειδητοποίησα με χαρά ότι ήμουν ολόκληρος πάλι. Πιασμένος, πονεμένος, ζαλισμένος, πεινασμένος, διψασμένος, με πονοκέφαλο φοβερό, με ένα δόντι λιγότερο και τρέμοντας από το κρύο, αλλά ολόκληρος. Κάτι ήταν κι αυτό. Έριξα λίγο νερό στα μούτρα μου, και βγήκα έξω να βρω ταξί. Αποφάσισα να πάω σπίτι και να μη γυρίσω στη δουλειά εκείνη τη μέρα.
Όταν έφτασα τσέκαρα το κινητό, το πορτοφόλι μου και τις τσέπες μου. Βρήκα την αναπάντητη από το γραφείο και κάτι κλήσεις από και προς άγνωστους αριθμούς. Το πορτοφόλι είχε τα χαρτιά μου και τις κάρτες, ελάχιστα χρήματα (ενώ την προηγουμένη είχα μόλις πληρωθεί) καθώς και δυο τρία χαρτάκια: μια απόδειξη από κάποιο πάρκινγκ για μία Ferrari με άγνωστό μου αριθμό κυκλοφορίας, έναν αριθμό κινητού και δίπλα το όνομα Λόλα και ένα σημείωμα που έλεγε «αποβάθρα 6, Rising Sun με σημαία Λιβερίας, 4 π.μ. signor Vito D.» Από τις τσέπες του μπουφάν και του παντελονιού έβγαλα ένα μάγκνουμ, ένα γυναικείο εσώρουχο, μικροποσότητες ναρκωτικών όλων περίπου των ειδών, τρία τσαλακωμένα πακέτα τσιγάρα (όλα διαφορετικές μάρκες), άλλο ένα γυναικείο εσώρουχο, μια απόδειξη από το Χίλτον, ένα αντρικό εσώρουχο, διαφημιστικά σπίρτα από κάποιο σκυλάδικο της Εθνικής και ένα αεροπορικό εισιτήριο για τη Βραζιλία, χωρίς επιστροφή, στο όνομά μου, με ημερομηνία το επόμενο βράδυ.
Προτίμησα να μη σπεύσω να βγάλω συμπεράσματα σχετικά με το τι είχε κάνει το σώμα του εν τη απουσία μου (ή του, όπως το πάρει κανείς), βασιζόμενος σε τόσο λίγες και αποσπασματικές ενδείξεις, οπότε ήπια έναν καφέ, είδα λίγο τηλεόραση και ξανάπεσα για ύπνο. Δεν έφυγα για τη Βραζιλία, αλλά ούτε και προσπάθησα να εξαργυρώσω το εισιτήριο. Χαλάλι.
Ευτυχία, βάσει των ανωτέρω καταλαβαίνεις, ελπίζω, γιατί μου είναι δύσκολο να σου υποσχεθώ πως θα έρθω στην εκδήλωση. Αν όμως είσαι σίγουρη ότι θέλεις να έρθω, σου υπόσχομαι ότι, αν μη τι άλλο, θα προσπαθήσω.
Καλή επιτυχία στην εκδήλωση και καλοτάξιδο το βιβλίο,
Γιώργος Τσακνιάς.
Υ.Γ. Παρ’ όλα αυτά, εάν τυχόν έρθει μόνο το σώμα μου, ζητώ εκ των προτέρων συγγνώμη από τις κυρίες.