Μόλις προχθές, ο πρωθυπουργός συγκάλεσε την κοινοβουλευτική ομάδα του κόμματός του. Σε αυτή τη συνεδρίαση, δικαίωμα λόγου δεν είχαν οι βουλευτές, μόνον ο ίδιος ο πρωθυπουργός και πρόεδρος του κόμματος, καθώς και ο αντιπρόεδρος της κυβέρνησης και υπουργός των οικονομικών. Σε αυτή, λοιπόν, τη συνεδρίαση, ενώπιον σιωπηρού ακροατηρίου, ο πρωθυπουργός αναφέρθηκε στα αποτελέσματα της πρόσφατης συνόδου κορυφής στις Βρυξέλλες (που αφορούν, ούτε λίγο ούτε πολύ, το μέλλον της ευρωζώνης και τη σωτηρία της χώρας μας από την πλήρη χρεοκοπία), ζήτησε ψήφο εμπιστοσύνης (από τους βουλευτές που τον άκουγαν βουβοί) και προανήγγειλε –εν αιθρία και ανερυθρίαστα– δημοψήφισμα, προκαλώντας έτσι χάος στην παγκόσμια οικονομία και στην Ε.Ε. Εν συνεχεία (δηλαδή μετά την αναγγελία του) το δημοψήφισμα συζητήθηκε στο υπουργικό συμβούλιο, όπου και ενεκρίθη ομοφώνως.
Αυτή η περί δημοκρατίας αντίληψη του πρωθυπουργού και προέδρου της σοσιαλιστικής διεθνούς δεν είναι αποτελεί νεωτερισμό. Ο ιδρυτής του κόμματος και πατέρας του νυν ηγέτη του, έπαιζε στα δάχτυλα τη δημοκρατία. Από το «κάτσε κάτω, κουλοχέρη» της εποχής των ζιβάγκο μέχρι το «Κύριε πρόεδρε, δεν με γνωρίζετε, αλλά εκλέγομαι βουλευτής με το κόμμα σας από το 1974!» που απηύθυνε προς τον ιδρυτή του ΠΑΣΟΚ κάποιος άγνωστος, κατά την τελευταία πρωθυπουργική θητεία του Ανδρέα Παπανδρέου, κι από το δαχτυλίδι του Σημίτη μέχρι την προχθεσινή συνεδρίαση της Κ.Ο., είναι αναρίθμητα τα δείγματα δημοκρατίας.
Σήμερα, μετά την αναγγελία του δημοψηφίσματος, μετά την ανεξαρτητοποίηση μιας βουλευτού και τις αντιδράσεις τόσων άλλων, μετά τη διεθνή αναμπουμπούλα –η οποία θα είχε σχεδόν πλάκα, αν ταυτόχρονα δεν παιζόταν το κεφάλι όλων μας–, ανακοινώθηκε ότι συγκαλείται εκ νέου η Κ.Ο. του κυβερνώντος κόμματος, τούτη τη φορά με δικαίωμα λόγου για τους βουλευτές. Μετά τα γεγονότα.
Μετά λοιπόν και από την ανακοίνωση για νέα συνεδρίαση της Κ.Ο., ο πρωθυπουργός θα πάει στις Κάννες, προκειμένου να δώσει μαθήματα δημοκρατίας στους G20.
Οι αυτοκράτορες του Βυζαντίου, ευρισκόμενοι προ σημαντικών για την αυτοκρατορία αποφάσεων, συγκαλούσαν ενίοτε ένα συμβούλιο, στο οποίο συμμετείχαν εκπρόσωποι των κοινωνικών τάξεων του λαού της Κωνσταντινούπολης. Σκοπός της σύγκλησης του άτυπου αυτού σώματος ήταν να ανακοινώσει ο αυτοκράτορας τις προθέσεις του και, στην καλύτερη περίπτωση, να ψυχανεμιστεί τον αντίκτυπο των ενεργειών στις οποίες σχεδίαζε να προβεί. Το συμβούλιο αυτό ονομαζόταν σιλέντιον· ο όρος προέρχεται από το λατινικό silentium και περιγράφει πολύ γλαφυρά τον διακοσμητικό ρόλο της συμμετοχής στο «όργανο» αυτό.
Το σιλέντιον δεν είναι ο μόνος βυζαντινός θεσμός που επιβιώνει ως τις μέρες μας. Οι Οθωμανοί, που κατέκτησαν τα βυζαντινά εδάφη τον 14ο και 15ο αιώνα, διατήρησαν, σε μεγάλο βαθμό, το διοικητικό και φοροεισπρακτικό σύστημα της Υστεροβυζαντινής περιόδου, καθώς και τη συνήθεια (ήθος), όποτε το κράτος βρίσκεται σε ανάγκη, να βγαίνουν τα όργανά του και να προσπαθούν να μαζέψουν ό,τι μπορούν. Η περαίωση, το τέλος ακίνητης περιουσίας και αρκετά άλλα εισπρακτικά μέτρα, είτε κατάγονται απευθείας από το ένδοξο παρελθόν της πατρίδας μας, είτε, παρά τη μοντέρνα ονομασία τους, εναρμονίζονται πλήρως με το πνεύμα του. Λέγεται δε ότι ακόμη και ο θεσμός της δημοπράτησης των φορολογικών εσόδων σε ιδιώτες (κοινή πρακτική των Βυζαντινών, των Τούρκων και των Βενετών) εξακολουθεί να εφαρμόζεται σε διάφορες υπηρεσίες της Δανίας του Νότου, όπως εφορείες, πολεοδομίες κ.ά. ευαγή ιδρύματα. Απλώς, τότε παλαιά αυτό γινόταν σε επίσημες δημοπρασίες, όπου το κράτος εξασφάλιζε (και εγκαίρως) ένα ποσό έναντι των προσδοκόμενων εσόδων, ο δε ιδιώτης φρόντιζε να εισπράξει όσο πιο πολλά μπορούσε, ώστε να έχει κέρδος· ενώ σήμερα αυτό (λέγεται ότι) γίνεται σε πιο στενό κύκλο, και τα έσοδα δεν πάνε ακριβώς στο κράτος.
Η μόνη βυζαντινή συνήθεια που δυστυχώς δεν συνεχίζεται στις μέρες μας, είναι η οικονομική συνεισφορά της Εκκλησίας όταν το κράτος βρίσκεται σε κίνδυνο, κάτι που συνέβη τουλάχιστον δύο φορές κατά τη βυζαντινή περίοδο: μία το 626 όταν, κατά τη διάρκεια της πολιορκίας της Πόλης από τους Αβάρους και τους Πέρσες, ο πατριάρχης Σέργιος προσέφερε τον χρυσό της Εκκλησίας για την άμυνα, και δεύτερη φορά, στα χρόνια του Αλέξιου Α΄ Κομνηνού (1081-1118), όταν ο αυτοκράτορας κατέσχεσε τα χρυσά εκκλησιαστικά σκεύη, προκειμένου να κόψει νόμισμα, ενόψει των κινδύνων από τη λαίλαπα των Σταυροφόρων.
Αυτή η επιβίωση των βυζαντινών θεσμών διά μέσου των αιώνων, είναι άλλη μία αδιάσειστη απόδειξη της ιστορικής συνέχειας του ελληνισμού από κτίσεως κόσμου. Είναι ευτυχές που φροντίζει γι’ αυτό ο πρωθυπουργός μας και φαντάζομαι ότι τη φροντίδα του θα την εκτιμήσει και ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης, που πρόσφατα εξέφρασε την ανησυχία του για το γεγονός ότι «τα παιδιά μας διδάσκονται την ιστορία με τρόπο που δεν καλλιεργεί την υπερηφάνεια για την πατρίδα». Είναι κι αυτό ένα είδος συναίνεσης.