Ως υποψήφιος βουλευτής Φθιώτιδας με τη Δημοκρατική Αριστερά στις επικείμενες εκλογές, γυρνάω αυτές τις μέρες με τους συνυποψήφιούς μου αρκετά από τα χωριά του νομού. Έχω ξαναπάει, αλλά όχι με αυτή την ιδιότητα.
Η επαφή με τον κόσμο, έστω σύντομη, είναι εμπειρία· οι ποικίλες αντιδράσεις γεννούν αντιστοίχως ποικίλα συναισθήματα: κάποιοι ενθουσιάζονται («μαζί σας είμαστε»), άλλοι δείχνουν πως «το σκέφτονται» και πως η Δημοκρατική Αριστερά είναι μεταξύ των πιθανών επιλογών τους, αρκετοί δέχονται ευγενικά το φυλλάδιο και εύχονται καλή επιτυχία χαμογελώντας ενώ αφήνουν να εννοηθεί ότι «είναι αλλού», άλλοι ίσα που μας ρίχνουν μια ματιά αλλά το παίρνουν από περιέργεια, μερικοί το δίνουν κατευθείαν στο παιδάκι τους να φτιάξει σαΐτα, πολλοί εκφράζουν, ανεξαρτήτως πολιτικής τοποθέτησης, την εκτίμησή τους στο πρόσωπο του Φώτη Κουβέλη. Αρκετοί μας κοιτούν καχύποπτα μόλις πλησιάζουμε: «Πολιτικά είναι; Δε θέλουμε κανέναν τους. Όλοι κλέφτες είναι». Μερικοί μαλακώνουν όταν τους εξηγούμε ποιοι είμαστε (διευκρινίζουν πως αγρίεψαν νομίζοντας ότι πρόκειται για εκπροσώπους κάποιου από τα δύο κόμματα εξουσίας). Ορισμένοι —όχι πολλοί, ούτε όμως και ελάχιστοι— δεν μαλακώνουν. Αυτοί μας κοιτάζουν παγερά και λεν με βεβαιότητα: «Μια χούντα χρειάζεται…»
Προσωπικά, τη μεγαλύτερη αμηχανία νιώθω στις περιπτώσεις εκείνες που μπαίνουμε σε μαγαζιά (φαρμακεία, χαρτοπωλεία, φυτώρια, είδη υγιεινής, ρούχα — οτιδήποτε) και γινόμαστε δεκτοί με ευγένεια αλλά και απελπισία: «Παιδιά, καλή επιτυχία να έχετε, αφήστε τα να τα δούμε, αλλά να ξέρετε, δεν ελπίζουμε σε τίποτα. Νοίκι, ΤΕΒΕ — μετράμε μήνες ανάποδα, μέχρι να κλείσουμε και να δούμε πώς θα ζήσουμε». Όχι ότι δεν έχεις τι να πεις σ’ αυτό· έχεις, και το λες. Αλλά φεύγεις με ένα σφίξιμο στην καρδιά.
Το ζεις κι εσύ, γι’ αυτό. Κανείς μας δεν έχει διατελέσει βουλευτής, κανείς μας δεν είναι αυτό που λέμε «επαγγελματίας πολιτικός», κι ούτε έχουμε από πουθενά χρηματοδότηση (η Δημοκρατική Αριστερά δεν έχει πάρει κρατική επιχορήγηση, ούτε δάνεια). Έχουμε δουλειές, παιδιά, σκυλιά, νοίκια, χρέη, πιστωτικές κάρτες. Ούτε πρόκειται για «τη μάχη του σταυρού»: η Ελένη, ο Αργύρης, ο Θέμης, ο Χρήστος κι εγώ, δηλαδή πέντε από τους εφτά υποψήφιους της Δημοκρατικής Αριστεράς στον νομό (η Έφη και ο Βασίλης δεν μπόρεσαν να ακολουθήσουν, λόγω ανωτέρας βίας) στριμωχτήκαμε σε ένα αυτοκίνητο (για οικονομία στη βενζίνη) και πήραμε τους δρόμους. Ένα συλλογικό φυλλάδιο έχουμε βγάλει, «ιδίοις αναλώμασιν» (διχρωμία, μόνο το λογότυπο του κόμματος είναι κόκκινο) και αυτό μοιράζουμε.
Και μάλλον γι’ αυτό απολαμβάνουμε, τελικά, αυτές τις εξορμήσεις. Ο καθένας μας με τη δική του διαδρομή, βρεθήκαμε στον χώρο που μας εκφράζει πολιτικά. Προφανώς, αισθανόμαστε την ανάγκη της συμμετοχής, της παρέμβασης. Την ανάγκη να προσπαθήσουμε να κάνουμε κάτι, αντί να δεχτούμε μοιραλατρικά την κατάσταση. Κάτι, που βασίζεται σε μια πολιτική ανάλυση, σε ένα σκεπτικό. Κάτι, που πιστεύουμε ότι δεν είναι απλώς ωραία ιδέα, μπορεί να γίνει. Που δεν είναι αποδοχή τετελεσμένων, ούτε μάχη χαρακωμάτων, αλλά πρόταση για το μέλλον. Τον τρίτο δρόμο, που τον ψάχναμε από παλιά και τώρα πάλι τον συζητάμε, τον επεξεργαζόμαστε αλλά και αρχίζουμε σιγά σιγά να τον βαδίζουμε. Αν όχι τώρα, πότε; Αν όχι εμείς, ποιος;
[Συζητώντας για τον τρίτο δρόμο, δεν κοιτούσαμε τις πινακίδες στον δρόμο που τραβούσαμε. Χάσαμε την Τιθορέα και φτάσαμε στη Χαιρώνεια. Επιτόπου και επιστροφή. Νωρίτερα, στο Δαδί —Αμφίκλεια είναι η αρχαιοπρεπής επίσημη ονομασία— είχα τη χαρά να ακούσω από τον καφετζή, που μας φώναξε να μας κεράσει, κάτι που έλεγα λίγες μέρες πριν σε κάτι φίλους στην Πελασγία: «Σαράντα χρόνια λένε ότι θα πιάσουνε τη φοροδιαφυγή. Αν ήθελαν πραγματικά, είναι απλό: διασταύρωση στοιχείων. Στις τράπεζες ούτε σεντ δεν μπορείς να χρωστάς, μπαίνεις στον Τειρεσία. Πόσο δύσκολο είναι να φτιάξουν έναν Τειρεσία για χρέη προς το δημόσιο;» Ναι, τόσο απλό είναι. Και παρ’ όλα αυτά, πάλι κάνουν εξαγγελίες και δηλώσεις και υποσχέσεις και δεσμεύσεις με ύφος σοβαρό και χτυπάνε το χέρι στο τραπέζι και κουνάνε σε εμάς το δάχτυλο, ότι «δεν έχουμε προτάσεις».]
Φαίνεται ότι την έχουμε ανάγκη την προσωπική επαφή με τον κόσμο. Με τα απρόβλεπτά της, με τα καλά και τα κακά της, με την ευγένεια και την αγένεια, τη θερμή ή την εχθρική υποδοχή, πιο πολύ απ’ όλα με τα ερωτήματα, με αυτά που μπορούμε να απαντήσουμε και εκείνα τα άλλα, τα πιο χρήσιμα, εκείνα που μας βάζουν σε σκέψη, που δεν είμαστε και τόσο σίγουροι ότι έχουμε ακριβώς την απάντηση, που μας τριβελίζουν το μυαλό το βράδυ στο σπίτι — και γι’ αυτό ακριβώς μας επιβεβαιώνουν ότι βρισκόμαστε στον σωστό πολιτικό χώρο: «γηράσκω αεί αναθεωρών», που έλεγε και ο αγαπημένος Μανόλης Αναγνωστάκης.
Ναι, δεν με πειράζει η κούραση. Είναι κι αυτή η αίσθηση της συλλογικότητας: το στρίμωγμα στο αμάξι, οι διαδρομές, οι κουβέντες, οι πλάκες, οι ιστορίες, τα ανέκδοτα, οι καφέδες, οι μπύρες, τα κοψίδια (στη Ρούμελη είμαστε) — και είναι κι ο ίδιος ο τόπος, η φύση, τα χωριά, τα βενζινάδικα, οι καντίνες, η ασυνάρτητη επαρχία που λέει κι ο Σαββόπουλος. Και πολύ σωστά το λέει, έτσι είναι. Και παρακάτω συνεχίζει: Μα τ’ αγαπάω ο φτωχός. Κι αυτό σωστό.
Στο κάτω κάτω, είναι κι η άνοιξη. Το πράσινο, το καφέ, το κόκκινο, το κίτρινο, το μοβ. Οι μυρωδιές. Οι ήχοι.
Είμαι φύσει αισιόδοξος — έως αηδίας. Ξέρω πολύ καλά —το εξηγούσε καθαρά ο Παναγιώτης Κονδύλης— ότι η εκτίμηση του τι μέλλει γενέσθαι είναι ζήτημα μυαλού και όχι συναισθήματος, ανάλυσης και όχι αισιοδοξίας ή απαισιοδοξίας. Και η ανάλυσή μου (η ανάλυσή μας) λέει ότι υπάρχει διέξοδος. Δύσκολη, «θέλει δουλειά πολλή», αλλά υπάρχει.
Καθώς χαζεύω από το παράθυρο του αυτοκινήτου— τα πρόβατα στο λιβάδι, στο βάθος ο Παρνασσός χιονισμένος ακόμα· μια συστάδα κυπαρίσσια, κι ανάμεσά τους μια κουτσουπιά· μερικές παπαρούνες, και πέρα μακριά ο Μαλιακός— αφήνω την ανάλυση και επιτρέπω στον εαυτό μου να φλερτάρει με την απλή αισιοδοξία. Αρνούμαι και λογικά και συναισθηματικά να πειστώ πως αυτή η χώρα είναι καταδικασμένη, πως οι άνθρωποί της θα συνθηκολογήσουν με τη φτώχεια, με τη μιζέρια, με την κατάθλιψη.
Στο κάτω κάτω, δεν τη σταματάς την άνοιξη. Το λέει κι ο Tom Waits.
Δεν τη σταματάς την άνοιξη.
Να ’σαι σίγουρος: ποτέ
δεν θα πάψω να πιστεύω
το ρόδο που ανθίζει θα ψηλώσει
ή θ’ ανοίξει ή θα χαθεί
το ίδιο όνειρο ονειρεύεται ο χειμώνας
κάθε φορά.