Archive for the Φωτογραφία Category

Οι ωραιότερες φωτογραφίες που δεν έβγαλα

Posted in Διάφορα κείμενα, Φωτογραφία on December 13, 2010 by shinecast

Τραβάω άπληστα φωτογραφίες. Άρχισα να τραβάω μικρός, με μια Kodak instamatic, κυρίως στις διακοπές αλλά και στο σπίτι − έτσι, για πλάκα. Προ εικοσαετίας έμαθα να εμφανίζω και να τυπώνω ασπρόμαυρο, και έκτοτε φωτογραφίζω μανιωδώς. Σχετικά πρόσφατα, πέρασα σταδιακά στην ψηφιακή∙ αντί να γεμίζω θήκες ριζόχαρτου με αρνητικά, γεμίζω πλέον εξωτερικούς σκληρούς δίσκους. Την τελευταία δεκαετία, που εργάζομαι στο κέντρο της Αθήνας, έχω πάντοτε μαζί μου τη μηχανή∙ όταν περπατάω στο δρόμο, την κρατάω στο χέρι, για να είμαι έτοιμος ανά πάσα στιγμή, για οτιδήποτε.

Δεν είναι εύκολο να υπολογίσω∙ πάντως, το σύνολο των φωτογραφιών που έχω τραβήξει ώς τώρα είναι αρκετές δεκάδες χιλιάδες. Μόνο τα δύο τελευταία χρόνια (το ξέρω γιατί η κάρτα Compact Flash, στην οποία αποθηκεύει η μηχανή μου, μηδενίζει κάθε 10.000) έχω τραβήξει γύρω στις 35.000 φωτογραφίες.

Προφανώς το πλήθος αυτό περιλαμβάνει κακές φωτογραφίες, αποτυχημένες απόπειρες, λάθος κάδρα, λάθος φωτομετρήσεις, εικόνες που μου φάνηκαν ενδιαφέρουσες και τελικώς δεν ήταν, δεύτερες λήψεις που τραβήχτηκαν «για σιγουριά», αναμνηστικές πόζες που επιτελούν συγκεκριμένη λειτουργία, πειραματισμούς που δεν οδήγησαν πουθενά − όλα αυτά που ένας φωτογράφος δεν δείχνει, αλλά ούτε και πετάει. Επίσης περιλαμβάνει και τις καλούτσικες, τις ενδιαφέρουσες και τις πολύ αγαπημένες μου φωτογραφίες.

Σε αυτήν την τελευταία κατηγορία, ωστόσο, εντάσσονται και εκείνες οι φωτογραφίες −οι ωραιότερες, οι καλύτερες, οι σχεδόν τέλειες!− που δεν τράβηξα ποτέ∙ γιατί δεν είχα μαζί μου μηχανή, γιατί η μηχανή δεν είχε φιλμ, γιατί είχε τελειώσει η μπαταρία, γιατί μέχρι να βγάλω το καπάκι είχε πετάξει το πουλάκι, γιατί οδηγούσα και δεν μπορούσα να σταματήσω, για οποιονδήποτε λόγο − πάντως τις είδα και δεν τις έβγαλα, τις είδα ωστόσο, εννοώ «είδα» τη φωτογραφία, το κάδρο, τους τόνους και το κοντράστ. Αυτές τις αγαπάω εξίσου, ίσως και λίγο περισσότερο από τις άλλες, από τις φωτογραφίες που πραγματικά έβγαλα και εκτύπωσα και κάθε τόσο ξανακοιτάω. Διότι είναι τυπωμένες στο μυαλό μου και δεν φθείρονται από τον χρόνο.

Περιγράφω εδώ τις τρεις σημαντικότερες, με την ελπίδα πως, βάζοντας την εικόνα σε λέξεις, η ίδια η εικόνα θα με στοιχειώνει κάπως λιγότερο.

Στην Πανεπιστημίου, έξω από τον Ελευθερουδάκη, πριν από εφτά ή οχτώ χρόνια. Εγώ έχω μόλις βγει από το βιβλιοπωλείο. Ένας παπάς περπατά προς το μέρος μου. Πλησιάζει τις σχάρες εξαέρωσης του μετρό. Αμέσως μου έρχεται στο νου η περίφημη φωτογραφία της Marilyn με το λευκό φόρεμα… σκέφτομαι την ελληνική εκδοχή της, με τον παπά να προσπαθεί να συμμαζέψει τα ράσα του. Αδρανώ, δεν πιστεύω ότι θα συμβεί. Και συμβαίνει∙ τα ράσα υψώνονται, ο παπάς προσπαθεί να τα κρατήσει (το πεδίο είναι ανοιχτό, το κάδρο καθαρό, χωρίς άλλους περαστικούς), όλο αυτό κρατάει ελάχιστα δευτερόλεπτα − κι εγώ κοιτάζω άφωνος, με τη μηχανή ακόμα μέσα στο σακίδιο.

Πρόπερσι, στη Λαμία. Η γειτονιά βρίσκεται στους πρόποδες λόφου. Μόλις παρκάρουμε, καθ’ οδόν προς οικογενειακό γεύμα, βλέπω δύο μικρές, ασχημούτσικες πολυκατοικίες και, στο κενό ανάμεσά τους, ένα κομμάτι του κάμπου και της Οίτης στο βάθος. Στο δεξί κτήριο από τα δύο, είναι ανοιχτό ένα παράθυρο − δεν μπορώ να δω το άνοιγμά του, είναι προς τον ακάλυπτο, βλέπω όμως ένα κατάλευκο κουρτινάκι που ανεμίζει (προφανώς έχουν κι άλλο παράθυρο ανοιχτό και κάνει ρεύμα), που ανεμίζει με φόντο τον ακίνητο γαλάζιο ορεινό όγκο, ανάμεσα στην τέλεια παραλληλία των δύο γκρίζων τοίχων, που ανεμίζει σαν τρελό, σαν σε ποίημα του Σκαρίμπα. Είναι κεντημένο στο χέρι, πιθανότατα από την εποχή που στη θέση των δύο πολυκατοικιών υπήρχαν δύο σπίτια. Σπεύδω να βγάλω τη μηχανή, αλλά ένα γυναικείο μαυροφορεμένο χέρι (αυτό που κάποτε το κέντησε;) μαζεύει το κουρτινάκι και κλείνει με απότομο θόρυβο το παράθυρο.

Πριν από τρία ή τέσσερα χρόνια, στο Café Centrale, στη Μητροπόλεως. Απόγευμα, κάθομαι μέσα, δίπλα στη τζαμαρία. Συναντώ για πρώτη φορά τον Μιχάλη Σιγανίδη − για μένα η συνάντηση λίγο διαφέρει από γνωριμία με τον Dylan. Κάθεται απέναντί μου και πιάνουμε κατευθείαν μια «σιγανιδική» συζήτηση: κοιτάζουμε έξω, τη Μητρόπολη, τους περαστικούς, τις σκιές τους στο λοξό χειμωνιάτικο φως και απαγγέλλουμε τον στίχο του Μίλτου Σαχτούρη από το Καφενείο: «Είδα και τον εαυτό μου να περνάει / έξω από τη βιτρίνα / ήταν απέραντα θλιμμένος και σκεφτικός». Μια πορτοκαλί ακτίνα κατορθώνει και περνάει ανάμεσα από τα δέντρα και τις ομπρέλες, διαθλάται στη βιτρίνα  και φωτίζει το πρόσωπο του Μιχάλη∙ η φωτογραφία είναι τέλεια: ένα πορτρέτο που αποτυπώνει πλήρως τη στιγμή, αλλά και όλο το παρελθόν της (εμένα να ακούω τους δίσκους του Σιγανίδη με τις απαγγελίες του Σαχτούρη στις αρχές της δεκαετίας του ’90, ξανά και ξανά, από ένα άθλιο κασετόφωνο, σε μια αυλή στην Άνω Πόλη της Θεσσαλονίκης). Την βλέπω τη φωτογραφία, την απολαμβάνω∙ αλλά δεν την τραβάω.


Union libre

Posted in Λογοτεχνία, Φωτογραφία on October 10, 2010 by shinecast

Ma femme à la chevelure de feu de bois
Aux pensées d’éclairs de chaleur
A la taille de sablier
Ma femme à la taille de loutre entre les dents du tigre
Ma femme à la bouche de cocarde et de bouquet d’étoiles de
dernière grandeur
Aux dents d’empreintes de souris blanche sur la terre blanche
A la langue d’ambre et de verre frottés
Ma femme à la langue d’hostie poignardée
A la langue de poupée qui ouvre et ferme les yeux
A la langue de pierre incroyable
Ma femme aux cils de bâtons d’écriture d’enfant
Aux sourcils de bord de nid d’hirondelle
Ma femme aux tempes d’ardoise de toit de serre
Et de buée aux vitres
Ma femme aux épaules de champagne
Et de fontaine à têtes de dauphins sous la glace
Ma femme aux poignets d’allumettes
Ma femme aux doigts de hasard et d’as de coeur
Aux doigts de foin coupé
Ma femme aux aisselles de martre et de fênes
De nuit de la Saint-Jean
De troène et de nid de scalares
Aux bras d’écume de mer et d’écluse
Et de mélange du blé et du moulin
Ma femme aux jambes de fusée
Aux mouvements d’horlogerie et de désespoir
Ma femme aux mollets de moelle de sureau
Ma femme aux pieds d’initiales
Aux pieds de trousseaux de clés aux pieds de calfats qui boivent
Ma femme au cou d’orge imperlé
Ma femme à la gorge de Val d’or
De rendez-vous dans le lit même du torrent
Aux seins de nuit
Ma femme aux seins de taupinière marine
Ma femme aux seins de creuset du rubis
Aux seins de spectre de la rose sous la rosée
Ma femme au ventre de dépliement d’éventail des jours
Au ventre de griffe géante
Ma femme au dos d’oiseau qui fuit vertical
Au dos de vif-argent
Au dos de lumière
A la nuque de pierre roulée et de craie mouillée
Et de chute d’un verre dans lequel on vient de boire
Ma femme aux hanches de nacelle
Aux hanches de lustre et de pennes de flèche
Et de tiges de plumes de paon blanc
De balance insensible
Ma femme aux fesses de grès et d’amiante
Ma femme aux fesses de dos de cygne
Ma femme aux fesses de printemps
Au sexe de glaïeul
Ma femme au sexe de placer et d’ornithorynque
Ma femme au sexe d’algue et de bonbons anciens
Ma femme au sexe de miroir
Ma femme aux yeux pleins de larmes
Aux yeux de panoplie violette et d’aiguille aimantée
Ma femme aux yeux de savane
Ma femme aux yeux d’eau pour boire en prison
Ma femme aux yeux de bois toujours sous la hache
Aux yeux de niveau d’eau de niveau d’air de terre et de feu.

André Breton, Clair de terre (1931)

Το ποίημα, με τη φωνή του André Breton και μουσική των Estimated Prophets, εδώ: http://www.reverbnation.com/play_now/song_4344040

My wife with the hair of a wood fire
With the thoughts of heat lighting
With the waist of an hourglass
With the waist of an otter in the teeth of a tiger
My wife with the lips of a cockade and a bunch of stars of the last magnitude
With the teeth of tracks of white mice on the white earth
With the tongue of rubbed amber and glass
My wife with the tongue of a stabbed host
With the tongue of a doll that opens and closes its eyes
With the tongue of an unbelievable stone
My wife with the eyelashes of strokes of a child’s writing
With brows of the edge of a swallow’s nest
My wife with the brow of slates of a hothouse roof
And of steam on the panes
My wife with the shoulders of a champagne
And of a fountain with dolphin-heads beneath the ice
My wife with wrists of matches
My wife with fingers of luck and ace of hearts
With fingers of mown hay
My wife with armpits of marten and of beechnut
And of Midsummer Night
Of privet and of an angelfish nest
With arms of seafoam and of riverlocks
And of a mingling of the wheat and the mill
My wife with legs of flares
With the movements of clockwork and despair
My wife with calves of eldertree pith
My wife with feet of initials
With feet of rings of keys and Java sparrows drinking
My wife with a neck of unpearled barley
My wife with a throat of the valley of gold
Of a tryst in the very bed of the torrent
With breasts of night
My wife with breasts of a marine molehill
My wife with breasts of the ruby’s crucible
With breasts of the rose’s spectre beneath the dew
My wife with the belly of an unfolding of the fan of days
With the belly of a gigantic claw
My wife with the back of a bird fleeing vertically
With a back of quicksilver
With a back of light
With a nape of rolled stone and wet chalk
And of the drop of a glass where one has just been drinking
My wife with hips of a skiff
With hips of a chandelier and of arrow-feathers
And of shafts of white peacock plumes
Of an insensible pendulum
My wife with buttocks of sandstone and asbestos
My wife with buttocks of swans’ backs
My wife with buttocks of spring
With the sex of an iris
My wife with the sex of a mining-placer and of a platypus
My wife with a sex of seaweed and ancient sweetmeat
My wife with a sex of mirror
My wife with eyes full of tears
With eyes of purple panoply and of a magnetic needle
My wife with savanna eyes
My wife with eyes of water to be drunk in prison
My wife with eyes of wood always under the axe
My wife with eyes of water-level of air earth and fire

(translated by Edouard Roditi) 

Η αρχική -πριν τη δική μου επεξεργασία και το κολάζ- φωτογραφία (η Ελένη στον οφθαλμίατρο) είναι της Βίκυς Στυλιαρά.