Τραβάω άπληστα φωτογραφίες. Άρχισα να τραβάω μικρός, με μια Kodak instamatic, κυρίως στις διακοπές αλλά και στο σπίτι − έτσι, για πλάκα. Προ εικοσαετίας έμαθα να εμφανίζω και να τυπώνω ασπρόμαυρο, και έκτοτε φωτογραφίζω μανιωδώς. Σχετικά πρόσφατα, πέρασα σταδιακά στην ψηφιακή∙ αντί να γεμίζω θήκες ριζόχαρτου με αρνητικά, γεμίζω πλέον εξωτερικούς σκληρούς δίσκους. Την τελευταία δεκαετία, που εργάζομαι στο κέντρο της Αθήνας, έχω πάντοτε μαζί μου τη μηχανή∙ όταν περπατάω στο δρόμο, την κρατάω στο χέρι, για να είμαι έτοιμος ανά πάσα στιγμή, για οτιδήποτε.
Δεν είναι εύκολο να υπολογίσω∙ πάντως, το σύνολο των φωτογραφιών που έχω τραβήξει ώς τώρα είναι αρκετές δεκάδες χιλιάδες. Μόνο τα δύο τελευταία χρόνια (το ξέρω γιατί η κάρτα Compact Flash, στην οποία αποθηκεύει η μηχανή μου, μηδενίζει κάθε 10.000) έχω τραβήξει γύρω στις 35.000 φωτογραφίες.
Προφανώς το πλήθος αυτό περιλαμβάνει κακές φωτογραφίες, αποτυχημένες απόπειρες, λάθος κάδρα, λάθος φωτομετρήσεις, εικόνες που μου φάνηκαν ενδιαφέρουσες και τελικώς δεν ήταν, δεύτερες λήψεις που τραβήχτηκαν «για σιγουριά», αναμνηστικές πόζες που επιτελούν συγκεκριμένη λειτουργία, πειραματισμούς που δεν οδήγησαν πουθενά − όλα αυτά που ένας φωτογράφος δεν δείχνει, αλλά ούτε και πετάει. Επίσης περιλαμβάνει και τις καλούτσικες, τις ενδιαφέρουσες και τις πολύ αγαπημένες μου φωτογραφίες.
Σε αυτήν την τελευταία κατηγορία, ωστόσο, εντάσσονται και εκείνες οι φωτογραφίες −οι ωραιότερες, οι καλύτερες, οι σχεδόν τέλειες!− που δεν τράβηξα ποτέ∙ γιατί δεν είχα μαζί μου μηχανή, γιατί η μηχανή δεν είχε φιλμ, γιατί είχε τελειώσει η μπαταρία, γιατί μέχρι να βγάλω το καπάκι είχε πετάξει το πουλάκι, γιατί οδηγούσα και δεν μπορούσα να σταματήσω, για οποιονδήποτε λόγο − πάντως τις είδα και δεν τις έβγαλα, τις είδα ωστόσο, εννοώ «είδα» τη φωτογραφία, το κάδρο, τους τόνους και το κοντράστ. Αυτές τις αγαπάω εξίσου, ίσως και λίγο περισσότερο από τις άλλες, από τις φωτογραφίες που πραγματικά έβγαλα και εκτύπωσα και κάθε τόσο ξανακοιτάω. Διότι είναι τυπωμένες στο μυαλό μου και δεν φθείρονται από τον χρόνο.
Περιγράφω εδώ τις τρεις σημαντικότερες, με την ελπίδα πως, βάζοντας την εικόνα σε λέξεις, η ίδια η εικόνα θα με στοιχειώνει κάπως λιγότερο.
Στην Πανεπιστημίου, έξω από τον Ελευθερουδάκη, πριν από εφτά ή οχτώ χρόνια. Εγώ έχω μόλις βγει από το βιβλιοπωλείο. Ένας παπάς περπατά προς το μέρος μου. Πλησιάζει τις σχάρες εξαέρωσης του μετρό. Αμέσως μου έρχεται στο νου η περίφημη φωτογραφία της Marilyn με το λευκό φόρεμα… σκέφτομαι την ελληνική εκδοχή της, με τον παπά να προσπαθεί να συμμαζέψει τα ράσα του. Αδρανώ, δεν πιστεύω ότι θα συμβεί. Και συμβαίνει∙ τα ράσα υψώνονται, ο παπάς προσπαθεί να τα κρατήσει (το πεδίο είναι ανοιχτό, το κάδρο καθαρό, χωρίς άλλους περαστικούς), όλο αυτό κρατάει ελάχιστα δευτερόλεπτα − κι εγώ κοιτάζω άφωνος, με τη μηχανή ακόμα μέσα στο σακίδιο.
Πρόπερσι, στη Λαμία. Η γειτονιά βρίσκεται στους πρόποδες λόφου. Μόλις παρκάρουμε, καθ’ οδόν προς οικογενειακό γεύμα, βλέπω δύο μικρές, ασχημούτσικες πολυκατοικίες και, στο κενό ανάμεσά τους, ένα κομμάτι του κάμπου και της Οίτης στο βάθος. Στο δεξί κτήριο από τα δύο, είναι ανοιχτό ένα παράθυρο − δεν μπορώ να δω το άνοιγμά του, είναι προς τον ακάλυπτο, βλέπω όμως ένα κατάλευκο κουρτινάκι που ανεμίζει (προφανώς έχουν κι άλλο παράθυρο ανοιχτό και κάνει ρεύμα), που ανεμίζει με φόντο τον ακίνητο γαλάζιο ορεινό όγκο, ανάμεσα στην τέλεια παραλληλία των δύο γκρίζων τοίχων, που ανεμίζει σαν τρελό, σαν σε ποίημα του Σκαρίμπα. Είναι κεντημένο στο χέρι, πιθανότατα από την εποχή που στη θέση των δύο πολυκατοικιών υπήρχαν δύο σπίτια. Σπεύδω να βγάλω τη μηχανή, αλλά ένα γυναικείο μαυροφορεμένο χέρι (αυτό που κάποτε το κέντησε;) μαζεύει το κουρτινάκι και κλείνει με απότομο θόρυβο το παράθυρο.
Πριν από τρία ή τέσσερα χρόνια, στο Café Centrale, στη Μητροπόλεως. Απόγευμα, κάθομαι μέσα, δίπλα στη τζαμαρία. Συναντώ για πρώτη φορά τον Μιχάλη Σιγανίδη − για μένα η συνάντηση λίγο διαφέρει από γνωριμία με τον Dylan. Κάθεται απέναντί μου και πιάνουμε κατευθείαν μια «σιγανιδική» συζήτηση: κοιτάζουμε έξω, τη Μητρόπολη, τους περαστικούς, τις σκιές τους στο λοξό χειμωνιάτικο φως και απαγγέλλουμε τον στίχο του Μίλτου Σαχτούρη από το Καφενείο: «Είδα και τον εαυτό μου να περνάει / έξω από τη βιτρίνα / ήταν απέραντα θλιμμένος και σκεφτικός». Μια πορτοκαλί ακτίνα κατορθώνει και περνάει ανάμεσα από τα δέντρα και τις ομπρέλες, διαθλάται στη βιτρίνα και φωτίζει το πρόσωπο του Μιχάλη∙ η φωτογραφία είναι τέλεια: ένα πορτρέτο που αποτυπώνει πλήρως τη στιγμή, αλλά και όλο το παρελθόν της (εμένα να ακούω τους δίσκους του Σιγανίδη με τις απαγγελίες του Σαχτούρη στις αρχές της δεκαετίας του ’90, ξανά και ξανά, από ένα άθλιο κασετόφωνο, σε μια αυλή στην Άνω Πόλη της Θεσσαλονίκης). Την βλέπω τη φωτογραφία, την απολαμβάνω∙ αλλά δεν την τραβάω.