It is not irritating to be where one is… it is only irritating to think one would like to be somewhere else. [John Cage]
Ελάχιστα πράγματα μου προκαλούν μεγαλύτερη θλίψη από τη μικροαστική “επαναστατικότητα”. Αναφέρομαι π.χ. σε συμφοιτητές μου που έβλεπαν (τότε, παλαιά) στην τηλεόραση αψιμαχίες με μολότωφ και αναφωνούσαν: “Καλά τους κάνουν, να το κάψουν το μπουρδέλο τη Βουλή”. Ή στις νοικοκυρές που έλεγαν για τη 17 Νοέμβρη: “Καλά τους κάνουν. Τουλάχιστον κάποιος αντιδρά”, τυλίγοντας λαχανοντολμάδες.
Το επόμενο “λογικό” βήμα αυτής της στάσης είναι: ο επικροτών —εν μέρει και περί δαγραμμάτου και τρόπον τινά— την ένοπλη βία, το αντάρτικο πόλης, την εξέγερση, είναι λιγότερο “εφησυχασμένος” και “βολεμένος” από εμένα, που τα καταδικάζω ρητώς. Κι ας τυλίγουμε αμφότεροι λαχανοντολμάδες.
Μετά θα βάλουν το αιδοίο τους να σβήσει (να μην καεί) σε αυγολέμονο της Χρύσας Παραδείση. [Μιχάλης Σιγανίδης, Σερσέ λα Μαμ]
Η ένοπλη πάλη, βέβαια, δεν είναι παίξε-γέλασε. Τα μέλη των Ερυθρών Ταξιαρχιών έκαιγαν τις ταυτότητές τους· έκοβαν κάθε δεσμό με τη νομιμότητα (ή τη “νομιμότητα”, κατ’ αυτούς). Όχι ότι συμφωνώ με την ένοπλη πάλη. Είμαι οπαδός της δημοκρατίας.
Οι συγκρίσεις του τύπου “Χούντα των συνταγματαρχών — χούντα του ΔΝΤ” δεν είναι απλώς αφελείς. Ακυρώνουν ελαφρά τη καρδία τούς αγώνες που έγιναν για να έχουμε έστω αυτή τη δημοκρατία (ναι, “αγώνες” και “αίμα που χύθηκε”, έτσι είναι). Κυρίως, οι συγκρίσεις αυτές είναι ανιστόρητες και ρηχές, και, ως τέτοιες, εξόχως μη αριστερές. Τρίζουν τα κόκκαλα του Μαρξ, του Λένιν, της Ρόζας, του Τρότσκι και του Γκράμσι μαζί. Συναυλία τριγμών.
Όχι, δεν έχουμε χούντα τώρα. Έχουμε κοινοβουλευτική δημοκρατία. Κουτσή, γκαβή, στραβή — αλλά πάντως δημοκρατία. Ναι, θέλω να την αλλάξω. Θέλω να την ξεστραβώσω. Με όποιον παίρνει τα όπλα ή τις μολότωφ εναντίον της, διαφωνώ. Και βρίσκομαι απέναντι, όχι δίπλα του. Για όποιον όμως τη χαρακτηρίζει “χούντα” τυλίγοντας λαχανοντολμάδες, αισθάνομαι απλώς θλίψη.
Άλλοι βαφτίζουν το συναίσθημά τους πολιτική στάση. Άλλοι βαφτίζουν το οικοπεδάκι τους πατρίδα. Άλλοι οδύρονται που η αριστερά δεν παράγει πια οράματα, λες και η παραγωγή οραμάτων είναι δουλειά της αριστεράς, όχι των ψυχοτρόπων ναρκωτικών ή του Αγίου Πνεύματος, του λαλήσαντος διά των προφητών. Άλλοι απλώς θα ήθελαν να είναι άλλοι. Αλλά δεν είναι.
Δεν με θλίβει η ιδιότητα της νοικοκυράς, ούτε ο λαχανοντολμάς. Κι εγώ τυλίγω λαχανοντολμάδες, αλλά δεν κάνω έτσι. Τουλάχιστον “είμαι ο εαυτός μου”, που λένε και στην Τιβί.
Και κατά τα άλλα τι κάνω; Πέραν του λαχανοντολμά, εννοώ τι κάνω για όλα αυτά που ζούμε, για τα οποία κι εγώ δηλώνω —και όντως αισθάνομαι— οργισμένος; Όχι πολλά, είναι η αλήθεια. Ούτε και λιγότερα, πάντως, από τη νοικοκυρά του παραδείγματος. Ίσως και λίγο περισσότερα. Σίγουρα προσπαθώ να καταλάβω τι γίνεται και γιατί γίνεται, καθώς και τι θα έπρεπε να γίνεται και, τέλος, πώς θα μπορούσε να γίνεται. Να καταλάβω και να εξακολουθήσω να καταλαβαίνω, όχι να καταλήξω σε βεβαιότητες προτού καλά καλά προλάβει να πάρει βράση ο ντολμάς.
Τώρα φοράω γυαλιά από πέτρα και με λένε Πέτρο. [Μίλτος Σαχτούρης]
Ψηφίζω, διαβάζω, συζητώ, προσπαθώ να πείσω κι άλλους, ακούγοντας ταυτόχρονα τι μου λένε κι εκείνοι, μπας και έχουν δίκιο κι εγώ άδικο. Συμμετέχω επίσης ενεργά στο πολιτικό κόμμα που θεωρώ ότι βρίσκεται στον σωστό δρόμο για να δώσει απαντήσεις. Ενεργά, που σημαίνει ότι προσπαθώ να συνδιαμορφώσω τις απαντήσεις.
Α, επίσης διαμαρτύρομαι. Απεργώ και κατεβαίνω στις πορείες — όχι σε όλες βέβαια, πηγαίνω σε εκείνες με τα αιτήματα των οποίων συμφωνώ, έστω μέσες άκρες (δεν είναι και λίγες). Ξοδεύω λιγότερο χρόνο φωνάζοντας ότι οι πορείες είναι καλές και έχουν δίκαια αιτήματα και περισσότερο χρόνο πορευόμενος.
Και πορεύομαι με ακάλυπτο το πρόσωπο.