Archive for the Επετειακά Category

Νικολάι Μπουχάριν

Posted in Επετειακά on March 13, 2011 by shinecast

Σαν σήμερα, 13 Μαρτίου 1938, εκτελέστηκε ο Νικολάι Μπουχάριν – διανοούμενος, μπολσεβίκος, μέλος του Πολιτμπιρό του ΚΚΣΕ κατά τη δεκαετία του ’20 μαζί με τον Τρότσκι, τον Στάλιν, τον Ζινόβιεφ και τον Κάμενεφ. Ύστερα από τρεις μήνες ανακρίσεων, βασανιστηρίων και εκβιασμών σχετικά με τη γυναίκα και το παιδί του, αναγκάστηκε να “ομολογήσει” την προδοσία του. Αναίρεσε την ομολογία του όταν την ξαναδιάβασε, διορθωμένη από τον ίδιο τον Στάλιν. Έστειλε στον Στάλιν συνολικά 34 σημειώματα κατά τη διάρκεια της ανάκρισης και της δίκης, διακηρύσσοντας την αθωότητά του και την πίστη του στην επανάσταση. Σε ένα από αυτά, τον αποκαλεί με το επαναστατικό του ψευδώνυμο: “Κόμπα, γιατί σου είναι τόσο χρήσιμος ο θάνατός μου;” Το σημείωμα αυτό βρέθηκε στο συρτάρι του Στάλιν μετά τον θάνατό του, το 1953.

Το κείμενο γράφτηκε με αφορμή την επέτειο της εκτέλεσης του Μπουχάριν και δημοσιεύτηκε στη σελίδα της Δημοκρατικής Αριστεράς Φιλοθέης-Ψυχικού στο facebook, στις 13/3/2011.

Μιχαήλ Μπουλγκάκοφ

Posted in Επετειακά on March 10, 2011 by shinecast

Σαν σήμερα, 10 Μαρτίου του 1940, πέθανε ο Μιχαήλ Μπουλγκάκοφ. Γεννήθηκε στο Κίεβο το 1891 και υπήρξε ένας από τους σημαντικότερους ρώσους πεζογράφους και θεατρικούς συγγραφείς του 20ού αιώνα. Άρχισε να γράφει το «Μαιτρ και Μαργαρίτα» (Мастер и Маргарита), το πιο γνωστό έργο του –στο οποίο, εκτός των άλλων, σατιρίζεται η σοβιετική κοιν…ωνία και το λογοτεχνικό κατεστημένο της–, το 1928. Το 1930 έκαψε το χειρόγραφο και, πεπεισμένος ότι δεν μπορεί να ζήσει στη Σοβιετική Ένωση εργαζόμενος ως συγγραφέας, έστειλε επιστολή στις αρχές αιτούμενος άδειας να μεταναστεύσει. Το αποτέλεσμα ήταν να του τηλεφωνήσει ο Στάλιν αυτοπροσώπως και να τον ρωτήσει αν όντως επιθυμεί να φύγει. Ο Μπουλγκάκοφ απάντησε ότι ένας ρώσος συγγραφέας δεν είναι δυνατόν να ζήσει και να δημιουργήσει μακριά από την πατρίδα. Τον επόμενο χρόνο ξανάρχισε να γράφει κρυφά το μυθιστόρημα από μνήμης. Συνέχισε να το επεξεργάζεται μέχρι τον θάνατό του. Το «Μαιτρ και Μαργαρίτα» εκδόθηκε πρώτη φορά το 1966 λογοκριμένο κατά 12%, ενώ τα κομμένα μέρη κυκλοφορούσαν κρυφά σε «σαμιζντάτ» (самиздат, χειρόγραφες κόπιες που αντιγράφονταν και πήγαιναν από χέρι σε χέρι).

«Όποιος είναι γνώστης της πέμπτης διάστασης είναι το απλούστερο πράγμα να μεγεθύνει ένα χώρο όσο θέλει. Και μάλιστα, αξιότιμη κυρία μου, ένας διάολος ξέρει ως ποια όρια! Εντούτοις, συνέχισε να φλυαρεί ο Κοροβιόφ, έχω συναντήσει ανθρώπους, που παρόλο ότι δεν είχαν ιδέα από την πέμπτη διάσταση, και όχι μόνο από την πέμπτη διάσταση αλλά και από τίποτε άλλο, κατόρθωσαν ωστόσο να σημειώσουν αληθινά θαύματα ως προς την μεγέθυνση του χώρου τους. Έτσι, παραδείγματος χάρη, ένας Μοσχοβίτης, όπως μου είπαν, αποκτώντας ένα διαμέρισμα τριών δωματίων στη συνοικία Ζεμλιανόι Βάλ, χωρίς να χρησιμοποιήσει καμιά πέμπτη διάσταση, ούτε τίποτα άλλο πέρα από το ανθρώπινο λογικό, μετέτρεψε το διαμέρισμά του στα γρήγορα σε τεσσάρι, χωρίζοντας μ’ ένα μεσότοιχο ένα απ’ τα δωμάτια.

Στη συνέχεια το αντάλλαξε με δυο χωριστά διαμερίσματα σε διαφορετικές συνοικίες της Μόσχας, το ένα τριάρι και το άλλο δυάρι. Θα συμφωνήσετε πως με τον τρόπο αυτό απέκτησε πέντε δωμάτια. Μετά αντάλλαξε το τριάρι με δυο ξεχωριστά διαμερίσματα των δύο δωματίων κι έτσι είχε στην κατοχή του, όπως βλέπετε, έξι δωμάτια τώρα, σκορπισμένα, είναι η αλήθεια, στις τέσσερις γωνιές της Μόσχας. Και την ώρα που ετοιμαζόταν να πραγματοποιήσει το τελευταίο και πιο λαμπρό κόλπο του, δημοσιεύοντας στην εφημερίδα αγγελία ότι αλλάζει έξι δωμάτια σε διαφορετικές περιοχές της Μόσχας μ’ ένα πεντάρι στο Ζεμλιανόι Βάλ, η δραστηριότητά του αυτή τερματίστηκε για λόγους ανεξάρτητους από τη θέλησή του. Είναι πιθανό ότι τώρα διαθέτει κάποιο δωμάτιο, αλλά σας διαβεβαιώνω πως αυτό βρίσκεται πολύ μακριά απ’ τη Μόσχα…»

Μιχαήλ Μπουλγκάκοφ, Ο Μαίτρ και η Μαργαρίτα, εκδ. Θεμέλιο, 1991, μτφ. Τίνα Καραγεώργη, Γιούρι Γιαννακόπουλος, επιμ. Πέτρος Ανταίος, σ. 278 (Михаил Афанасьевич Булгаков, Мастер и Маргарита, 1966/1973)
Το απόσπασμα προέρχεται από «Το πανδοχείο», το μπλογκ του Λάμπρου Σκουζάκη (http://pandoxeio.com/2010/01/10/logotexneio45/)

Το κείμενο γράφτηκε με αφορμή την επέτειο του θανάτου του Μπουλγκάκοφ και δημοσιεύτηκε στη σελίδα της Δημοκρατικής Αριστεράς Φιλοθέης-Ψυχικού στο facebook, στις 10/3/2011.

Дзига Вертов

Posted in Επετειακά on February 17, 2011 by shinecast

 

«Δεν είναι καθόλου απλό να δείξεις την αλήθεια, αν και η αλήθεια είναι τόσο απλή» (Ντζίγκα Βέρτοφ)

Ο Νταβίντ Άμπελιεβιτς Κάουφμαν γεννήθηκε το 1896 στο Μπιαλιστόκ της Πολωνίας (που τότε ανήκε στη Ρωσική Αυτοκρατορία) σε οικογένεια Εβραίων διανοουμένων. Σπούδασε μουσική στο ωδείο της γενέτειράς του. Οι Κάουφμαν κατέφυγαν στη Μόσχα το 1915, μετά τη γερμανική εισβολή στην Πολωνία, και λίγο αργότερα εγκαταστάθηκαν στην Πετρούπολη, όπου ο Νταβίντ (που είχε αλλάξει το όνομά του σε Ντένις Αρκάντιεβιτς) καταπιάστηκε με την ποίηση και την επιστημονική φαντασία. Στα 1916-1917 σπούδασε φαρμακευτική στο Ινστιτούτο Ψυχιατρικής και Νευρολογίας της Πετρούπολης, ενώ στον ελεύθερο χρόνο του έφτιαχνε ηχητικά κολάζ και έγραφε θεωρητικά κείμενα για τον κινηματογράφο. Μετά την επανάσταση του 1917, ο Νταβίντ-Ντένις, που είχε πλέον υιοθετήσει το ψευδώνυμο Ντζίγκα Βέρτοφ (Дзига Вертов), άρχισε να εργάζεται στα εβδομαδιαία κινηματογραφικά επίκαιρα (Кино-Неделя). Εκεί γνωρίστηκε με την Ελιζαμπέτα Σίλοβα, με την οποία συνεργάστηκαν σε πολλές ταινίες. Παντρεύτηκαν το 1929.

Διακηρυγμένη πρόθεση του Βέρτοφ είναι να «αποτυπώσει την αλήθεια». Στο έργο του χρησιμοποιεί κατά κόρον πλάνα τραβηγμένα σε δημόσιους χώρους, ενίοτε με κρυμμένη κάμερα και χωρίς άδεια. Στα κείμενά του διατυπώνει επανειλημμένα την εχθρότητά του προς τη δραματουργία και τη μυθοπλασία στον κινηματογράφο. Η κινηματογραφική γλώσσα του, ωστόσο, δεν είναι διόλου απλοϊκή ή αφελής· προσπαθεί με εμμονή να αποφύγει τα κινηματογραφικά στερεότυπα και για το λόγο αυτό δέχτηκε κατ’ επανάληψη κριτική. O Βέρτοφ βρίσκεται διαρκώς σε αναζήτηση και χρησιμοποιεί πρωτοποριακές τεχνικές: αργή ή γρήγορη κίνηση, αντισυμβατικά κάδρα και γωνίες λήψης, χρήση της προοπτικής για τη δημιουργία οφθαλμαπάτης, διπλοέκθεση, πάγωμα της εικόνας, χωρισμό του κάδρου σε μικρότερα κάδρα με παράλληλη δράση, travelling (η κάμερα ακολουθεί τη δράση κινούμενη παράλληλα), «λοξό» καδράρισμα, που θυμίζει τον γερμανικό εξπρεσσιονισμό ή τις φωτογραφίες του Aleksandr Rodchenko και του Laszlo Moholy-Nagy, ακραία κοντινά κάδρα (close up), αντίστροφη κίνηση (πλάνα παιγμένα μπρος-πίσω), μοντάζ άλλοτε υπαινικτικό, άλλοτε εξπρεσσιονιστικό και ενίοτε καταιγιστικό. Στον αντίποδα του συγχρόνου και συμπατριώτη του Σεργκέι Αϊζενστάιν, η μέθοδος του οποίου χρησιμοποιεί το μοντάζ με τρόπο σοφά οργανωμένο, δημιουργώντας ταινίες εύληπτες μυθοπλαστικά και καθοδηγώντας το συναίσθημα του θεατή, το μοντάζ του Βέρτοφ είναι πιο ελεύθερο, δεν βασίζεται σε ένα αναλυτικό σενάριο και υπηρετεί την ιστορία και το θέμα για το οποίο μιλά ο σκηνοθέτης, αφήνοντας στον θεατή την ελευθερία της ερμηνείας.

Στον «Άνθρωπο με κινηματογραφική μηχανή» (Человек с киноаппаратом, 1929), εμβληματική ταινία που ενέπνευσε κι εξακολουθεί να εμπνέει την avant-garde τέχνη, ο Βέρτοφ πρωτοπορεί περισσότερο από κάθε άλλη φορά, χρησιμοποιώντας τις τεχνικές του ιδεολογικά-πολιτικά, αφηγούμενος μια ιστορία για τον σοβιετικό άνθρωπο και τη μηχανή. Στην ουσία, όμως, δημιουργεί ένα αισθητικό μανιφέστο που υπηρετεί τη διακηρυγμένη του πρόθεση: να αγωνιστεί «για μια καθαρά κινηματογραφική γλώσσα, για την οριστική διάκριση της γώσσας του σινεμά από τις γλώσσες του θεάτρου και της λογοτεχνίας».

Η σοβιετική εξουσία, ειδικά μετά τον θάνατο του Λένιν και την επικράτηση του Στάλιν, δεν είδε με καλό μάτι ούτε την πρωτοπορία ούτε τον ζήλο του Βέρτοφ σχετικά με την «αλήθεια». Ο «Άνθρωπος με κινηματογραφική μηχανή» κατηγορήθηκε για φορμαλισμό. Στον ίδιο τον Βέρτοφ, κόλλησε η ρετσινιά του «δογματισμού» εξαιτίας της εμμονής του εναντίον της δραματουργίας, την οποία θεωρούσε «όπιο των λαών», εξίσου με τη θρησκεία.

Ενδιαφέρον έχει ότι την αντίδραση του καθεστώτος προκάλεσαν από πολύ νωρίς και οι ίδιες οι τεχνικές του. Στη σειρά τανιών «Κινό-πράβντα» (σινεμά-αλήθεια, 1922), που, σύμφωνα με τον Βέρτοφ, σκοπό είχαν να «ανατινάξουν τον πύργο της καλλιτεχνικής Βαβέλ» (τη συσσώρευση μυθοπλαστικών και «εξωραϊστικών» στοιχείων στην τότε mainstream κινηματογραφική παραγωγή), χρησιμοποίησε όλο και πιο πρωτοποριακές τεχνικές. Το αποτέλεσμα ήταν, όταν πια η σειρά είχε φτάσει στο 14ο επεισόδιο, ορισμένοι κριτικοί να τον χαρακτηρίσουν παράφρονα. Ο Βέρτοφ ανταπάντησε στους επικριτές του ότι τους έλειπε ο «επαναστατικός ζήλος». Λίγο αργότερα, μοντάροντας πλάνα από διάφορες λήψεις, έγραψε: «Αρχιζω να αμφιβάλλω για το ότι πρέπει όντως να υπάρχει κάποια αφηγηματική σύνδεση μεταξύ των πλάνων». Η φράση αυτή σήμανε και το τέλος της σειράς «Κινό-πράβντα».

Τη δεκαετία του ’20, ο Βέρτοφ είχε το περιθώριο να απαντά στη σοβιετική κριτική· από την επόμενη δεκαετία, ωστόσο, αναγκάστηκε να σιγήσει. Περιορίστηκε σε λιγοστές ταινίες, απολύτως αποδεκτές, και στην παραγωγή σοβιετικών ντοκιμαντέρ. Πέθανε στις 12 Φεβρουαρίου 1954.

Το κείμενο γράφτηκε με αφορμή την επέτειο του θανάτου του Βέρτοφ και δημοσιεύτηκε στη σελίδα της Δημοκρατικής Αριστεράς Φιλοθέης-Ψυχικού στο facebook, στις 12/2/2011.

Ο Λεοπόλδος Β΄ του Βελγίου και το Κογκό

Posted in Επετειακά on February 5, 2011 by shinecast

Σαν σήμερα, στις 5 Φεβρουαρίου 1885, ιδρύθηκε το «Ελεύθερο Κράτος του Κογκό», η προσωπική αποικία στην Κεντρική Αφρική του βασιλιά Λεοπόλδου Β΄ του Βελγίου. Ο Λεοπόλδος, παρακάμπτοντας την απροθυμία της βελγικής κυβέρνησης να αποκτήσει αποικίες, κατέλαβε την περιοχή που έγινε γνωστή ως Βελγικό Κογκό (αργότερα Ζαΐρ, σήμερα Democratic Republic of the Congo) με τη βοήθεια του εξερευνητή Χένρι Μόρτον Στάνλεϊ (γνωστού από τη φλεγματική φράση «ο δόκτωρ Λίβινγκστον, υποθέτω»). Η περιοχή αυτή, με έκταση 76 φορές μεγαλύτερη από το Βέλγιο, αναγνωρίστηκε ως ατομική ιδιοκτησία του μονάρχη. Χρησιμοποιώντας το σύνολο του πληθυσμού ως σκλάβους, ο Λεοπολδος εκμεταλλεύτηκε αρχικά το ελεφαντόδοντο, για να στραφεί σύντομα στο καουτσούκ, για το οποίο υπήρχε αυξανόμενη ζήτηση. Η «εκπολιστική» δραστηριότητα του Λεοπόλδου στο Κογκό περιελάμβανε βασανισμούς, ακρωτηριασμούς των εργατών που δεν συγκέντρωναν την ορισμένη ποσότητα καουτσούκ, βιασμούς γυναικών και ομαδικές δολοφονίες – σε τέτοια έκταση που, στις αρχές του 20ού αι., όταν άρχισαν να πληθαίνουν οι αναφορές στα εγκλήματα αυτά, η διεθνής κατακραυγή πήρε τη μορφή ενός από τα πρώτα μαζικά κινήματα για τα ανθρώπινα δικαιώματα στον δυτικό κόσμο. Το 1908, το βελγικό κοινοβούλιο ανάγκασε τον Λεοπόλδο Β΄ να μεταβιβάσει την κυριαρχία του Κογκό στο βελγικό κράτος.

Δεν υπάρχουν στοιχεία για την πληθυσμό της περιοχής πριν από τη δημιουργία του «κράτους» του Λεοπόλδου, ωστόσο τα θύματα υπολογίζονται σε δέκα με δεκαπέντε εκατομμύρια. Μεταξύ των συγγραφέων που έγραψαν για το θέμα ήταν ο Μαρκ Τουέιν («Ο μονόλογος του βασιλιά Λεοπόλδου», 1905) και ο Άρθουρ Κόναν Ντόυλ («Το έγκλημα του Κογκό, 1908»). Το έργο του Ντόυλ συγκρίνει την εκμετάλλευση του Κογκό από τον βέλγο μονάρχη με την πιο «ανθρώπινη» εκμετάλλευση της Νιγηρίας από τους Βρετανούς· αποτελεί, ωστόσο, μια από τις ακριβέστερες καταγραφές της απίστευτης ανθρώπινης τραγωδίας του Κογκό υπό τον Λεοπόλδο Β΄.

Εμπνευσμένη από τη φρίκη του Κογκό είναι η νουβέλα του Τζόζεφ Κόνραντ «Η καρδιά του σκότους» (1902). Ο ήρωας, καπετάνιος σε ατμόπλοιο, αναπλέει ένα ποτάμι και εισέρχεται σε ένα κράτος τρόμου και αίματος· αν και το ποτάμι δεν κατονομάζεται, προφανώς η νουβέλα αντλεί από την εμπειρία του Κόνραντ, που χρημάτισε καπετάνιος σε ατμόπλοιο στον ποταμό Κονγκό στα τέλη του 19ου αι. Βασιζόμενος στην «Καρδιά του σκότους» του Κόνραντ, ο Φράνσις Φορντ Κόπολα μετέφερε το κράτος του ζόφου στο Βιετνάμ κατά τη διάρκεια του πολέμου με τις ΗΠΑ, στην ταινία «Αποκάλυψη τώρα» (1979).

Το κείμενο αυτό πρωτοδημοσιεύτηκε στην σελίδα της Δημοκρατικής Αριστεράς Φιλοθέης-Ψυχικού στο facebook. Το βίντεο προστέθηκε κατά την αναδημοσίευση εδώ.

Great Society

Posted in Επετειακά on January 4, 2011 by shinecast

Σαν σήμερα, 4 Ιανουαρίου του 1965, ο πρόεδρος των ΗΠΑ Lyndon B. Johnson, με πρόσφατη τη θριαμβευτική του επικράτηση στις προεδρικές εκλογές του προηγούμενου χρόνου, στην ετήσια εφ’ όλης της ύλης ομιλία του στο Κογκρέσο (State of the Union address), εξήγγειλε το φιλόδοξο μεταρρυθμιστικό του πρόγραμμα, με τίτλο Great Society. Σε αντίθεση με το New Deal του πρόεδρου Roosevelt, που στόχο είχε να αντιμετωπίσει τις οικονομικές και κοινωνικές συνέπειες μιας σφοδρής οικονομικής κρίσης, το πρόγραμμα του Johnson, σε μια εποχή που η μεταπολεμική ανάπτυξη της οικονομίας των ΗΠΑ διατηρούσε ακόμη σε κάποιο βαθμό την ορμή της, φιλοδοξούσε να ρυθμίσει κοινωνικά ζητήματα, να ενισχύσει τους τομείς της Υγείας, της Παιδείας και του Πολιτισμού και, κυρίως, να αντιμετωπίσει τη φτώχεια.
 Η κυβέρνηση Johnson έμεινε στην ιστορία ως μία από τις πιο δραστήριες νομοθετικά κυβερνήσεις των ΗΠΑ. Ήδη προ των εκλογών του 1964, ο Johnson, που ως αντιπρόεδρος είχε διαδεχθεί τον δολοφονημένο Kennedy, πέρασε δύο πολύ σημαντικά νομοθετήματα, δρομολογημένα ήδη από τον προκάτοχό του: την περικοπή των φόρων και το Civil Rights Act, τον νόμο –αποτέλεσμα των πολυετών αιματηρών αγώνων για τα ανθρώπινα δικαιώματα– που απαγόρευε τις φυλετικές διακρίσεις στους χώρους εργασίας, στα μέσα μαζικής μεταφοράς και στους δημόσιους χώρους. (Οι πολέμιοι του Civil Rights Act στο Κογκρέσο προσπάθησαν να αποτρέψουν ή, έστω, να καθυστερήσουν την ψήφισή του διά της μεθόδου της εγγραφής ομιλητών, οι οποίοι εξαντλούσαν το χρονικό όριο στην ομιλία τους· ο νόμος ψηφίστηκε ύστερα από 77 ημέρες συζητήσεων). Το 1965, μετά από τον θρίαμβο στις εκλογές, η κυβέρνηση Johnson πέρασε από το Κογκρέσο πάνω από ογδόντα νομοσχέδια.
 Πολύ σημαντικά ήταν τα νομοθετήματα, στο πλαίσιο του Great Society, που επεξέτειναν το Civil Rights Act και κατοχύρωσαν έμπρακτα τα πολιτικά δικαιώματα (ιδίως το δικαίωμα της ψήφου) των μειονοτήτων. Η Εκπαίδευση, κυρίως η κατώτερη και η μέση βαθμίδα, ενισχύθηκε σημαντικά με κρατικά (ομοσπονδιακά) κονδύλια, ενώ στον τομέα της Υγείας, εγκρίθηκε, παρά τη λυσσαλέα αντίδραση του Ιατρικού Συλλόγου, το πρόγραμμα παροχής δωρεάν περίθαλψης για άτομα άνω των 65 ετών.
 Το πλέον φιλόδοξο κομμάτι των μεταρρυθμίσεων αφορούσε τη φτώχεια (War on Poverty) και δεν στόχευε μόνο στην αύξηση των χαμηλών εισοδημάτων αλλά και στον επαγγελματικό προσανατολισμό, την τεχνική εκπαίδευση, τη μόρφωση και την κοινωνική δραστηριοποίηση. Στο πλαίσιο αυτό, εγκρίθηκε και τέθηκε σε εφαρμογή ένα πλήθος προγραμμάτων υποτροφιών, άτοκων εκπαιδευτικών δανείων, προσχολικής αγωγής, φροντίδας για τη διατροφή και την υγεία κατά την προσχολική ηλικία, νομικών συμβουλών, προετοιμασίας για την ανώτερη εκπαίδευση κ.ο.κ. Τα προγράμματα ήταν οργανωμένα σε επίπεδο τοπικής κοινότητας και έδιναν έμφαση στην ενεργό ανάμιξη των ίδιων των ενδιαφερομένων· είναι χαρακτηριστικό ότι ο νόμος προέβλεπε την υποχρεωτική συμμετοχή των φτωχών, τουλάχιστον κατά το 1/3, στα τοπικά συμβούλια του Office of Economic Opportunity, του φορέα που είχε την ευθύνη της εφαρμογής των προγραμμάτων.
Από το 1964 ώς το 1966 επενδύθηκαν στο War on Poverty 3 δισ. δολάρια. Ο πόλεμος στο Βιετνάμ, ωστόσο, στον οποίο οι ΗΠΑ εμπλέκονταν όλο και περισσότερο, απαιτούσε πακτωλούς χρημάτων. Το 1967 η κυβέρνηση Johnson είχε χάσει τη μεταρρυθμιστική της ορμή· η συμμαχία των συντηρητικών δημοκρατικών με τους ρεμπουμπλικανούς στο Κογκρέσο μπορούσε πλέον να μπλοκάρει τη χρηματοδότηση.

Ο Sargent Shriver, διευθυντής του Office of Economic Opportunity, με τον Dr. Martin Luther King, 24 Οκτωβρίου 1966. Photo from Bettman / Corbis.

Οι αριθμοί, έστω και αποσπασματικά, έχουν ενδιαφέρον: το συνολικό ποσοστό πολιτών των ΗΠΑ κάτω από το όριο της φτώχειας, από 22,2% το 1963, είχε πέσει στο 12,6% το 1970. Ακόμα πιο εντυπωσιακά είναι τα ποσοστά που αφορούν τους Αφροαμερικανούς φτωχούς: από το δραματικό 55% το 1960, στο 27% το 1968.
Ορισμένα προγράμματα του War on Poverty επιβίωσαν μέχρι σήμερα (όπως το Head Start, που αφορά την εκπαίδευση, τη διατροφή και την υγεία παιδιών προσχολικής ηλικίας). Σε άλλες περιπτώσεις, προτιμήθηκε η μέθοδος των οικονομικών επιδομάτων, η οποία έχει ταχύτερα αποτελέσματα (και επηρεάζει άμεσα τους δείκτες της φτώχειας). Σίγουρα δεν είχε συνέχεια ο αποκεντρωτικός χαρακτήρας του εγχειρήματος: το πνεύμα των νομοθετών ήταν η δημιουργία ενός ευέλικτου πλαισίου (Office of Economic Opportunity) που θα μπορούσε  εύκολα να προσαρμόζεται στις τοπικές ανάγκες, με την ενεργό συμμετοχή των φτωχών της κοινότητας.

Αρκετά ροκ συγκροτήματα της εποχής χρησιμοποίησαν ως τίτλο τους τη φράση Great Society του προέδρου Johnson. Ένα από αυτά, μια βραχύβια (καλοκαίρι 1965-φθινόπωρο 1966) μπάντα του Σαν Φρανσίσκο, ανέδειξε την Grace Slick, μετέπειτα τραγουδίστρια των Jefferson Airplane. Στους Great Society ανήκει η σύνθεση και η πρώτη εκτέλεση δύο κομματιών, εμβληματικών για τη μουσική της Δυτικής Ακτής της δεκαετίας του ’60, που έγιναν γνωστά από τους Jefferson: του Somebody to love και του White Rabbit.

Το κείμενο αυτό πρωτοδημοσιεύτηκε στη σελίδα της Δημοκρατικής Αριστεράς Φιλοθέης-Ψυχικού στο facebook.