Archive for the Πολιτική Category

Γιου χαβ του ντου μι

Posted in Πολιτική on April 23, 2015 by shinecast

tsipras merkel

Η σημερινή διαρροή λέει πως ο έλληνας πρωθυπουργός θα πει στη γερμανίδα καγκελάριο «εγώ έκανα αυτό που μου είπες, κάνε τώρα κι εσύ αυτό που είπες ότι θα κάνεις». Δεν έχω τη διάθεση να σχολιάσω στα σοβαρά διαρροές προς εσωτερική κατανάλωση· από την άλλη, επειδή η πρόταση αυτή είναι ό,τι πρέπει για να τη μπερδέψει κανείς και να κάνει σαρδάμ, εμπνεύστηκα ένα μικρό μονόπρακτο και δεν αντιστάθηκα στον πειρασμό να το γράψω. (Προφανώς θα πει κάτι σε αυτό το πνεύμα, όχι αυτό ακριβώς, αλλά εμένα μου αρέσει να τα φαντάζομαι όλα κυριολεκτικά). Ελπίζω η συνάντηση στην πραγματικότητα να πάει καλύτερα.
Καλησπέρα μαντάμ… Ε, φράου… Τεσπά, Άνγκελα, φραουλίτσα μου, άκου: εγώ ασούμε έκανα αυτό που είπες, κάνε τώρα κι εσύ αυτό που είπα… Εεεε, όχι! Κάνω… Εσύ, αυτό που είπες να…. Αχ, ρε γαμώτο, και το είχα μάθει, χθες το θυμόμουν, γιατί τώρα ρε πούστη μου…

[Συνοφρυώνεται, μουρμουρίζει. Σε λίγο τα παρατάει και φαίνεται να παίρνει μια απόφαση].

Μισό, Άνγκελα, χαφ ε μόμεντ πλιζ, ντοντ γκόου αγουέι, άι χαβ του μέικ ε φόουν κολ…

[Πάει παραπέρα και καλύπτει το κινητό με το χέρι, να μην ενοχλεί].

Έλα, Νίκο… Εγώ είμαι… Τι; Τι ποιος; Τι πα να πει δεν είσαι ο Νίκος; Τον Νίκο τον Παππά, ο Αλέξης είμαι πες του… Τον Παππά, όχι τον Κοτζιά, για όνομα…

[Περιμένει με ανυπομονησία για λίγο].

Ναι; Έλα ρε, δεν είπαμε θα είσαι σταντ μπάι; Λοιπόν, άκου, μην τσαντιστείς. Είναι η Ζωή δίπλα σου; Αν είναι κάνε λίγο πιο κει, δεν θέλω να καταλάβει… Λοιπόν, ρε συ, ξέχασα πώς ακριβώς είπαμε να της το πω… Ναι, εδώ, μαζί είμαστε ακόμα… Μη φωνάζεις, ρε μαλάκα, μισό λεπτό, ντάξει, τα ‘μπλεξα λίγο, αλλά δεν θα πεθάνουμε κι όλας… Λοιπόν, το πρώτο τής το είπα σωστά — ελληνικά, αγγλικά, τα πάντα όλα. Ναι ρε σου λέω, αυτό το «εγώ έκανα ό,τι μου είπες, άι ντιντ μάι παρτ… Γουατ γιου σελφ του μι…» Τι; Τι; Σεντ, σεντ είπα, τώρα μπερδεύτηκα… Ε, καλά, τολντ, σεντ, το ίδιο είναι… Ρε μη φωνάζεις, είμαι άυπνος, έλεος… Λοιπόν, το μετά θύμισέ μου. Εκεί που λέμε κάνε τώρα κι εσύ… Τι είναι να κάνει; Πώωωως; Ρε συ, πού είσαι κι έχει τόση φασαρία, δεν καταλαβαίνω τι μου λες… Ποια Επιτροπή Λογιστικού Ελέγχου, ρε μαλάκα, σου λέω είμαι εδώ με τη… Τιιιι; Όχι, μην το κλείνεις ρε πούστη μου… Έλα; Έλα; [Κοιτάει το κινητό απελπισμένος και μονολογεί]. Όχι ρε γαμώτο…

[Βάζει το κινητό στην τσέπη και κινείται διστακτικά προς την καγκελάριο].

Λοιπόν, Άνγκελα, άκου, δεν το θυμάμαι ακριβώς αλλά θα… Τι; Έχει φύγει η διερμηνέας; Γουέρ δε φακ; Έλεος ρε πούστη… Τι, τι πα να πει διάλειμμα… Καλά, τεσπά. Άι γουίλ σέι ιν ίνγκλις, οκ; Θα αυτοσχεδιάσω, τι να κάνω… Ντου γιου σπικ; Οκ, λίσεν, γκιβ ας σαμ μάνεϊ νάου ορ ιτ’ς ε γκοντ νταμ φρόουζεν γουόρ. Λίσεν, άι ντιντ μάι παρτ, νάου γιου χαβ του ντου μι…

«Σύντροφοι, ομιλείτε την αγγλικήν;»

Posted in Πολιτική with tags , , , on November 3, 2013 by shinecast

Η ομιλία μου στην Κ.Ε. της Δημοκρατικής Αριστεράς (Γ. Τσακνιάς, 3/11/2013)

do-you-speak-english

Σύντροφοι, συντρόφισσες,

όχι ένα, αλλά 58 φαντάσματα πλανώνται πάνω από την Κεντρική μας Επιτροπή. Το λέω αυτό, γιατί άκουσα πολλές ομιλίες που ασχολήθηκαν με το κείμενο των 58 και αναρωτιέμαι γιατί. Γιατί εν τέλει τόση κουβέντα εδώ μέσα για το κείμενο των 58; Προσοχή, για το ίδιο το κείμενο των 58. Γιατί τόσο άγχος να τεκμηριώσουμε την άρνησή μας να πάμε σε έναν διάλογο; Διότι περί αυτού πρόκειται.

«Το κείμενο των 58 δεν έχει πρόταση», «το κείμενο των 58 δεν έχει πρόσημο», «το κείμενο των 58 δεν έχει επαφή με την κοινωνία που χειμάζεται…»

Ε, και;

Κατ’ αρχάς, το κείμενο των 58 είναι πρόσκληση σε διάλογο. Πρόσκληση. Όχι ο ίδιος ο διάλογος.

Κατά δεύτερον: σύντροφοι, εμείς που (αν μη τι άλλο πιστεύουμε πως) έχουμε πρόταση και πρόσημο και επαφή με την κοινωνία που χειμάζεται, τι μας νοιάζει αν έχουν ή δεν έχουν οι 58; Τι είναι τέλος πάντων αυτό που κάνει αρκετά μέλη της ΚΕ να αφιερώνουν αυτά τα 5-6 λεπτά που έχουν στη διάθεσή τους για να αποδομήσουν το κείμενο των άλλων, μόνο και μόνο για να δικαιολογήσουν το δικό μας «όχι;»

Ας δούμε τη δική μας πρόσκληση για τη δημιουργία του τρίτου πόλου — κάτι που είναι σταθερή επιδίωξή μας και γι’ αυτό ακριβώς ανησυχώ για τη συνέπεια λόγων και έργων αλλά και για το τι εικόνα εκπέμπουμε προς τα έξω για τη συνέπεια λόγων και έργων. Η δική μας λοιπόν πρόσκληση σταθερά απευθύνεται, όσον αφορά την πολιτική ταυτότητα, στον χώρο του δημοκρατικού σοσιαλισμού, της σοσιαλδημοκρατίας, της πολιτικής οικολογίας κλπ. Και σωστά. Από εκεί και πέρα, το κείμενο θέσεων (σελ. 31) περιγράφει τους βασικούς άξονες των πολιτικών του «τρίτου πόλου»

  • Η επαναδιαπραγμάτευση του πλαισίου με τους εταίρους και δανειστές με στόχο την διαφοροποίηση των πολιτικών αντιμετώπισης της ελληνικής κρίσης. Διαφοροποίηση: λέξη χωρίς πρόσημο. Αυτό θα μπορούσε να το πει ο οποιοσδήποτε.
  • Η σύνδεση της δημοσιονομικής προσαρμογής με την ανάπτυξη και την προώθηση ενός νέου προτύπου παραγωγικής ανασυγκρότησης, με ιδιαίτερη έμφαση στον πρωτογενή τομέα της παραγωγής. Συμφωνώ απολύτως για την έμφαση στην πρωτογενή παραγωγή, αλλά απαιτεί ένα ολοκληρωμένο μακροχρόνιο σχέδιο. Επίσης χωρίς πρόσημο.
  • Η διαμόρφωση ενός δικτύου κοινωνικής προστασίας και επαναθεμελίωση του κοινωνικού κράτους. Με πρόσημο, από αριστερό έως κεντρώο.
  • Η εξυγίανση του πολιτικού συστήματος, και η ριζική δημοκρατική μεταρρύθμιση του κράτους και της δημόσιας διοίκησης, με αναβάθμιση της αυτοδιοίκησης. Αυτονόητο, απολύτως αναγκαίο — πάντως χωρίς πρόσημο.
  • Η  συμβατότητα ανάπτυξης και περιβάλλοντος καθώς και ο προσανατολισμός αυτής στη δημιουργία θέσεων εργασίας.
  • Η  ανατροπή του αποκλεισμού της νέας γενιάς, από την εργασία, την ασφάλεια και τον πολιτισμό. Σωστά, αυτονόητα, χωρίς πρόσημο

Από τα έξι (σωστά σε γενικές γραμμές) σημεία της δικής μας πρόσκλησης, το ένα μόνο έχει αριστερό πρόσημο — κι αυτό όχι κατ’ ανάγκην κάργα αριστερό, έτσι; Αυτό, σε κείμενο συνεδρίου. Το κεφάλαιο για τον τρίτο πόλο είναι 4,5 σελίδες.

Κι όμως: υπάρχουν σύντροφοι που αφιερώνουν το πεντάλεπτο —αυτό το πολύτιμο πεντάλεπτο, που τους δίνεται μια φορά στους 2 μήνες, και μάλιστα τώρα είναι η τελευταία φορά για αυτήν την απερχόμενη ΚΕ— για να κριτικάρουν των 58 το κείμενο.

Συντρόφισσες και σύντροφοι,

εμένα αυτή η πρεμούρα δυο μέρες τώρα με τους 58 με θλίβει. Γιατί είναι ένδειξη είτε δικής μας φτώχειας είτε δικής μας έλλειψης αυτοπεποίθησης.

Προσωπικά, θέλω το κόμμα μου να πάει στον διάλογο. Γιατί όχι; Τι έχει να φοβηθεί; Με τις δικές του προτάσεις και το δικό του σχέδιο. Κι αν είμαστε σίγουροι (αλλά σίγουροι) ότι οι δικές μας προτάσεις και το δικό μας σχέδιο είναι πειστικά, είναι επεξεργασμένα και, βέβαια, είναι στη σωστή κατεύθυνση —σωστή όπως την ορίζουμε εμείς, στη βάση και στην κατεύθυνση που θέλουμε— τι έχουμε να φοβηθούμε από το ΠΑΣΟΚ και από τις πολιτικές που τώρα ασκεί; Αν οι δικές μας προτάσεις είναι η σωστή απάντηση στις ασκούμενες πολιτικές, δεν θα βγούμε ωφελημένοι από τον διάλογο και τη σύγκριση — ανεξαρτήτως έκβασης;

Όσο για το αν οι δικές μας προτάσεις μας και το δικό μας σχέδιο απαντούν ή όχι στο σήμερα — τι να πω. Αν όχι, ε, τότε προφανέστατα έχουμε πρόβλημα.

Συντρόφισσες και σύντροφοι: δεν μπορούμε να πορευόμαστε φροντίζοντας διαρκώς να μη χάνουμε. Πρέπει και να κερδίζουμε πότε πότε. Εγώ πιστεύω ότι μπορούμε. Εξάλλου, το έχουμε ξανακάνει.

Φοβάμαι ότι τελευταία μπερδεύουμε όλο και περισσότερο τη στρατηγική με την τακτική. Κι αυτό είναι ολέθριο λάθος.

Φοβάμαι ότι η αντίφαση είναι κραυγαλέα: καλούμε σε τρίτο πόλο εμείς, αλλά όταν καλούν οι άνθρωποι που καλούμε, δεν πάμε. Μιλάμε με το ΠΑΣΟΚ, συγκυβερνούμε με το ΠΑΣΟΚ κι εξακολουθούμε να μιλάμε με το ΠΑΣΟΚ, λέμε ότι ο τρίτος πόλος δεν θα γίνει με συναντήσεις κορυφής αλλά «από τα κάτω», βγαίνουμε από την κυβέρνηση και πια δεν του μιλάμε του ΠΑΣΟΚ γιατί —εν μια νυκτί προφανώς— συντελέστηκε η «συντηρητική μετάπτωση», συναντάμε πρώην βουλευτές του ΠΑΣΟΚ —σε συναντήσεις κορυφής, βέβαια— και συμπορευόμαστε, νομιμοποιώντας εμείς, μόνοι μας, μια άγονη κι επιζήμια για εμάς συζήτηση στο επίπεδο «γιατί με την Κική και όχι με την Κοκό».

Όλη αυτή η αντιφατική στάση μας, η οποία δεν κρύβεται, διότι μας βλέπουν, μου θυμίζει μια φράση από ένα τραγούδι του Μιχάλη Σιγανίδη: «Ομιλείτε την αγγλικήν; Δεν ομιλώ όμως εγώ».

Θα ήθελα να πω κι άλλα. Και για το κείμενο θέσεων (που αυτό είναι το κανονικά το θέμα μας, και όχι το κείμενο των 58 ή οποιουδήποτε άλλου) και για τα κείμενα συμβολής στον προσυνεδριακό διάλογο, τουλάχιστον τα δύο που συνυπογράφω. Για το πρώτο, συμφωνώ με τον Γραμματέα μας, όσον αφορά τις αντιφάσεις και το γεγονός ότι δεν είναι μικρά λογικά σφάλματα-αβλεψίες, παρά σημαντικές αντιφάσεις της γραμμής. Όσον αφορά τα δύο κείμενα, με κάλυψε απολύτως η Ντόρα Τσικαρδάνη κατά την παρουσίαση. Πρέπει να πω, ότι και οι δύο ομιλητές που ανέφερα, ο Σπύρος και η Ντόρα, με κάλυψαν και ως προς κάτι βαθύτερο, που είναι και πολιτικό και συναισθηματικό.

Οι περισσότεροι εδώ μέσα έχετε πολλά ένσημα, πολλά χρόνια σε κόμματα της αριστεράς. Εγώ, όχι. Πολιτικοποιημένος είμαι εκ γενετής. Οργανώθηκα όμως για πρώτη φορά στη Δημοκρατική Αριστερά. Σε εμπειρία λοιπόν υπερτερείτε οι περισσότεροι, από την άλλη για μένα είναι ο πρώτος μου έρωτας. Σταδιακά, και κυρίως τους τελευταίους μήνες, έχω χάσει τον ενθουσιασμό μου. Όχι γιατί πήραμε μια λανθασμένη κατά τη γνώμη μου απόφαση κι εγώ σαν κακομαθημένο μούτρωσα, αλλά γιατί από την απόφαση αυτή και μετά χάσαμε τον μπούσουλα, χάσαμε τον προσανατολισμό, χάσαμε αυτό που ήμασταν. Επιμένουμε με εκλογικεύσεις, με τακτικισμούς και με μπαλώματα, μοιραία πέφτουμε σε εσωστρέφεια και σε μουρμούρα, πηγαίνουμε ένα βήμα μπρος δύο πίσω (δηλαδή ένα πίσω, για όποιον προτιμά την απλή αριθμητική από τον λενινισμό), ελλείψει σχεδιασμού και γερής γραμμής καίμε ενίοτε και τα θετικά μας, επειδή είναι αποσπασματικά. Δεν χρειάζεται κανείς να είναι ειδικός στην ιστορία της Αριστεράς, είναι γνωστή η συνέχεια: όταν τα πράγματα είναι κάπως έτσι, αρχίζει να αναζητείται ο εχθρός, εσωτερικός ή εξωτερικός. Πάντα βρίσκεται.

Αυτόν τον ενθουσιασμό που έχασα, που απομακρύνθηκε μαζί με εκείνη τη Δημοκρατική Αριστερά, που αλλιώς τη φανταστήκαμε κι αλλιώς είναι τώρα, προσωπικά θα προσπαθήσω να τον ξαναβρώ. Όχι βέβαια διαλύοντας ή ρευστοποιώντας  ή υπονομεύοντας τη ΔΗΜΑΡ αλλά διεκδικώντας την επιστροφή στο μέλλον. Αυτό είναι που έχουμε χάσει, κάνοντας βήματα προς τα πίσω. Ένα κόμμα με ανοιχτές πόρτες και παράθυρα. Ένα σπίτι που θα το κρατάμε πάντα καθαρό και φωταγωγημένο.

* * *

Σημείωση: η φράση «Ομιλείτε την αγγλικήν; Δεν ομιλώ όμως εγώ» είναι από κομμάτι του Μιχάλη Σιγανίδη, αν δεν κάνω λάθος από το “SKG est fatigué”. Αν κάνω λάθος, είναι από άλλο κομμάτι του Σιγανίδη. Όπως και να ‘χει, δεν βρίσκω το εν λόγω κομμάτι στο youtube, γι’ αυτό βάζω ένα άλλο.

* * *

Ρατσισμός ή πολιτική ορθότητα;

Posted in Πολιτική with tags , , , , , on July 25, 2012 by shinecast


Ο ρατσισμός και η ξενοφοβία δεν ξεκινούν και δεν τελειώνουν με ένα tweet μιας αθλήτριας. Η κινητοποίηση, ωστόσο, της κοινωνίας, μέσω των social media, και η άμεση επίσημη αντίδραση της Δημοκρατικής Αριστεράς, είχαν ένα απτό αποτέλεσμα: η Ελλάδα δεν θα εκπροσωπηθεί στους Ολυμπιακούς Αγώνες από τη Βούλα Παπαχρήστου. Δεν τίθεται κανένα θέμα «ελευθερίας του λόγου»· όταν εκπροσωπείς κι άλλους, πέρα από τον εαυτό σου, αρχίζουν και μπαίνουν περιορισμοί. Και εδώ ο περιορισμός είναι αυτονόητος: όχι, δεν δέχομαι να εκπροσωπηθώ, να εκπροσωπηθεί η χώρα μου από ανθρώπους που κάνουν χυδαία ρατσιστικά αστεία.

Από εκεί και πέρα: πολιτική ορθότητα; Πολλά μπορούμε να πούμε. Το απλούστερο, ωστόσο, —διότι με τα πολλά λόγια χάνεται η ουσία— είναι ΝΑΙ. Δεν γουστάρω την πολιτική ορθότητα, την προτιμώ όμως χίλιες φορές από τον ρατσισμό και από τον νεοναζισμό. Κι επειδή δεν μπορώ να σκεφτώ άλλο συντεταγμένο τρόπο για την αντιμετώπισή τους από την κοινωνία (οι διάφορες φεϊσμπουκικές δηλώσεις τύπου «τσακίστε τους φασίστες» δεν βλέπω σε τι χρησιμεύουν, πέρα από μια εφηβική εκτόνωση), ας περάσουμε από το αναγκαίο στάδιο της πολιτικής ορθότητας πρώτα, μέχρι να καταλάβουμε όλοι τι πάει να πει νεοναζισμός και ρατσισμός. Και μετά, βλέπουμε.

Το twitter της Βούλας Παπαχρήστου
Η ανακοίνωση της Δημοκρατικής Αριστεράς

Έτσι κλείνει ο κύκλος της Μεταπολίτευσης

Posted in Πολιτική with tags , , , , , on May 12, 2012 by shinecast

Το 1989, η έγκριτη «Αυριανή» δημοσίευε τα τηλέφωνα των «Κυρκοφλωράκηδων», που είχαν μόλις δημιουργήσει τον Συνασπισμό, προτρέποντας τους αναγνώστες της να τους τηλεφωνήσουν και να τους πιέσουν να μην προδώσουν τη Μεγάλη Δημοκρατική Παράταξη.

Κύλησε νερό στο αυλάκι. Ο Κώστας Λαλιώτης (στενός συνεργάτης του Γιώργου Κουρή στις πρώτες δόξες του) οικουρεί στην Αρκαδία. Η Αυριανή στηρίζει το εκάστοτε ανερχόμενο αστέρι. Λίγους μήνες μετά το πρωτοσέλιδο «Αντώνη [Σαμαρά], μην υποχωρείς», εκθειάζει τον πατριωτισμό του Αλέξη Τσίπρα.

Εδώ και δύο ημέρες, ενώ η θέση της Δημοκρατικής Αριστεράς και του Φώτη Κουβέλη ότι δεν θα συνεργαστεί σε τρικομματική κυβέρνηση με την Νέα Δημοκρατία και το ΠΑΣΟΚ είναι σταθερή και αταλάντευτη, μαίνεται ένας πόλεμος παραπληροφόρησης, τόσο από μπλογκ της συμφοράς (ζούγκλες κ.ο.κ.) όσο και από «έγκριτες» εφημερίδες.

Κι έτσι λοιπόν, μέλη του ΣΥΡΙΖΑ, μαζί με μέλη των «Ανεξάρτητων Ελλήνων» και άλλων αγανακτισμένων «δημοκρατών», τουιτάρουν τα τηλέφωνα της Δημοκρατικής Αριστεράς και καλούν σε συγκεντρώσεις έξω από την Αγίου Κωνσταντίνου. Γιατί; Ε, «για τον ίδιο λόγο», που λέγαμε και στον στρατό.

Μάλλον αυτό είναι που λένε: «Κλείνει ο κύκλος της Μεταπολίτευσης».

Τουρισμός στη Φθιώτιδα (πώς λέμε «Ελβετός ναύαρχος»)

Posted in Πολιτική with tags , on May 4, 2012 by shinecast

Το κείμενο αυτό είναι καρπός ορισμένων σκέψεων που ξεκίνησαν από τη συμμετοχή μου στη διαμόρφωση προτάσεων για το προεκλογικό φυλλάδιο της Δημοκρατικής Αριστεράς στη Φθιώτιδα. Δεν είμαι ειδικός περί τον τουρισμό, ούτε έχω κάνει καμιά εμπεριστατωμένη έρευνα. Σκέψεις εκθέτω, ως αφετηρία για συζήτηση. Έχω πάντως μπουχτίσει να ακούω για «βαρειά βιομηχανία της ελληνικής οικονομίας» και να βλέπω τα πάντα παρατημένα στη μοίρα τους. Επίσης, έχω μπουχτίσει με τον ραγιαδισμό, με τον τρόπο που συνήθως οι άνθρωποι κουνάνε το κεφάλι, ξεφυσάνε και λένε: «αχ, στην Ελλάδα ζούμε, γίνονται βρε αυτά εδώ;» Ναι, γίνονται. Συνήθως τα «αυτά» που «δεν γίνονται» είναι ό,τι απλούστερο και αυτονόητο. Ο βασικός λόγος που εν τέλει ΔΕΝ γίνονται είναι ότι κουνάμε το κεφάλι, ξεφυσάμε και πάμε και ψηφίζουμε σαν τα πρόβατα (δεν γίνονται γιατί στη θέση τους γίνονται άλλα, πιο περίπλοκα, μέσα από τα οποία ωφελούνται οι πελάτες του συστήματος). Τέλος, έχω μπουχτίσει με τα «διακυβεύματα»: μνημόνιο, δόση, ακυβερνησία κ.ο.κ. Ναι, προφανώς αυτά είναι σημαντικά, σημαντικότατα. Αλλά η Ελλάδα θα υπάρχει και στις 7/5. Και θα υπάρχει και του χρόνου. Ας λύσουμε τα σημαντικά, αλλά μήπως να συνεννοηθούμε παράλληλα και σε μερικά απλά και αυτονόητα, να αρχίσουν να τρέχουν σιγά σιγά ώστε να ζούμε όταν θα αρχίσουν να αποδίδουν;

Όντως, η φράση «τουρισμός στη Φθιώτιδα» ηχεί σαν σύντομο ανέκδοτο. Στην καλύτερη περίπτωση, μας φέρνει στην νου την εικόνα της θείας μας, που πάει για ιαματικά στα Θερμοπύλια και μετά για καφεδάκι με τις φίλες της στα Καμένα.

Κατ’ αρχάς, δεν υπάρχει τίποτα κακό σε αυτό· γιατί να μην πάει η θεία για λουτρό και καφεδάκι; Να πάει και να μη στέκεται. Και αυτό τουρισμός είναι (εσωτερικός). Ας δούμε όμως μια στιγμή μήπως μπορούμε να στοχεύσουμε και λίγο πιο πέρα από τη συμπαθή θεία.

Το γεγονός ότι μας φαίνεται λίγο κουλή η φράση «τουρισμός στη Φθιώτιδα», αν την σκεφτούμε ως έναν πιθανό σημαντικό μοχλό ανάπτυξης (υποδομών, επιχειρήσεων, θέσεων εργασίας) για την περιοχή, οφείλεται μάλλον στην πεπαλαιωμένη και στρεβλή αντίληψη που έχουμε για τον τουρισμό: ήλιος, θάλασσα κι αρχαία — και ημίγυμνες λυγερόκορμες σκανδιναβές που τρέχουν κάπου εκεί ανάμεσα (δηλ. τσαλαβουτάνε σε μια ηλιόλουστη παραλία με φόντο ιωνικά κιονόκρανα και υπό τους ήχους μπουζουκιού).

Πέφτουμε όμως οι ίδιοι θύματα των στερεοτύπων μας. Ναι, ο ήλιος και θάλασσα είναι μεγάλο ατού, αν και όχι αποκλειστικό: τον ίδιο ήλιο έχει όλη η Μεσόγειος και περίπου την ίδια θάλασσα. Τα αρχαία μνημεία (μιλάω τώρα για τη χώρα συνολικά) είναι μεν μοναδικά αλλά, πρώτον και άλλες χώρες έχουν τα δικά τους μνημεία (κι ας μην είναι ο Παρθενώνας) και, δεύτερον, αν περιοριστούμε σε αυτές τις ατραξιόν, έχουμε μάλλον ήδη πιάσει την οροφή (ποσοτικά και εισοδηματικά) του τουρισμού που μπορούμε να προσελκύσουμε. Όλοι χρησιμοποιούν με περισπούδαστο ύφος την ατάκα περί του τουρισμού ως «βαριάς βιομηχανίας», κρύβοντας πίσω από αυτό το στερεότυπο την νεοελληνική κατάρα της αρπαχτής: ό,τι φάμε κι ό,τι πιούμε κι ό,τι αρπάξουμε από τους ξένους, που θα έρθουν έτσι κι αλλιώς γιατί η χώρα μας είναι η ωραιότερη στον κόσμο και εμείς φανταστικοί τύποι και οι καλύτεροι εραστές και φτιάξαμε τον Παρθενώνα τη δημοκρατία και τον πολιτισμό γενικώς. Θα ανοίξουμε ρουμς ή (το πολύ πολύ) ένα ταβερνάκι, θα δουλεύουμε τρεις μήνες το χρόνο και δατ’ς ιτ.

Το μεγαλύτερο πρόβλημα είναι ότι, με αυτήν την αντιμετώπιση, ο τουρισμός στην Ελλάδα περιορίζεται σε μια στενή καλοκαιρινή σεζόν. Και δεν αρκούν οι οικονομικές προσφορές, τα φθηνότερα πακέτα: όσο βασιζόμαστε αποκλειστικά στο τρίπτυχο «ήλιος, θάλασσα, αρχαία», τα πακέτα απλώς θα επιμηκύνουν κάπως την σεζόν, με τους χαμηλότερου εισοδήματος τουρίστες να προτιμούν τους ανοιξιάτικους και φθινοπωρινούς μήνες.

Ας κάνουμε ένα μικρό άλμα από την Ελλάδα και την Φθιώτιδα κι ας πεταχτούμε μέχρι την Ελβετία: χιόνια, βουνά, ρολόγια και σοκολάτες. Τρίχες, σε σχέση με τον Παρθενώνα και τη Μύκονο. Ναι, αλλά στην Ελβετία τα σαλέ των χιονοδρομικών δεν κλείνουν το καλοκαίρι, οι εργαζόμενοι δεν μένουν χωρίς δουλειά και οι επιχειρηματίες δεν κάθονται να τρώνε από τα έτοιμα, περιμένοντας πότε θα ξαναχιονίσει. Όλες (μα όλες) οι τουριστικές υποδομές, το καλοκαίρι μένουν ανοιχτές για άλλες δραστηριότητες: ιππασία, ορειβασία, ράφτινγκ, συνέδρια, φεστιβάλ — έχει ο Θεός. Διότι οι κουτόφραγκοι οι Ελβετοί, σκέφτηκαν ότι έτσι συμφέρει πιο πολύ: να έχεις με την ίδια υποδομή, που έχεις προβλέψει να την φτιάξεις με τρόπο που να προσαρμόζεται στις διαφορετικές εποχιακές δραστηριότητες, εισόδημα όλο το χρόνο και μόνιμες θέσεις εργασίας.

Επιστρέφω στη Φθιώτιδα: μια περιοχή όμορφη, που συνδυάζει θάλασσα, βουνό και κάμπο. Χωρίς «πρωτοκλασάτες ατραξιόν» από άποψη αρχαίων μνημείων. Με το μερίδιό της πάντως σε αρχαία, με το αρχαιολογικό μουσείο και το κάστρο της Λαμίας και με αρκετούς τόπους ιστορικού ενιδαφέροντος και ακόμα περισσότερες περιοχές φυσικού κάλους. Με τα βουνά και τα ποτάμια όπου ήδη υπάρχουν μονάδες για ράφτινγκ, ορειβασία, πεζοπορία και ιππασία, μια ανάσα από το χιονοδρομικό του Παρνασσού, με τα χωριά της (όσα δεν καταστρέψαμε ακόμα) και τους παραδοσιακούς ξενώνες, με τα ιαματικά της (Θερμοπύλες, Υπάτη, Πλατύστομο κ.ά.), με τις οινοπαραγωγικές μονάδες της (δεν είναι λίγοι οι παλαβοί που ταξιδεύουν στον κόσμο μόνο και μόνο για να δοκιμάζουν κρασιά), με την ιδανική για ιστιοπλοΐα θάλασσα (σταθερός σαν από ανεμιστήρα βοριάς, μικρά κύματα, παραλίες και παράκτια χωριουδάκια παντού), με το οικοσύστημα του Μαλιακού (όσο αντέχει ακόμα), με, με, με…

Θα μου πεις, αυτά θέλουνε λεφτά, υποδομές κλπ. Θα σου πω ναι, αλλά ξέρεις κάτι; Λεφτά υπάρχουν. Ε, χμ, γκουχ. Μπορούν να βρεθούν, τεσπά. Όχι πακτωλοί — αλλά δεν χρειάζονται πακτωλοί. Και επειδή το σχέδιο αυτό μπορεί να είναι κατεξοχήν αναπτυξιακό και να δημιουργεί μόνιμες θέσεις εργασίας, τα κεφάλαια μπορούν να βρεθούν από το ΕΣΠΑ ή/και από την Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων. Χρειάζονται κάποια κεφάλαια για υποδομές, αλλά κυρίως χρειάζονται ιδέες και σχέδιο. Και μακροπρόθεσμη προοπτική (άρα και συνέχεια του κράτους) και, τέλος, ειλικρινής πρόθεση να φτιάξεις ένα σύστημα που θα υπηρετεί το κοινό καλό και δεν θα εξυπηρετεί ημετέρους. Η ειλικρίνεια της προθέσεως δεν επαφίεται στην τιμιότητα των προσώπων αλλά είναι ζήτημα κατεξοχήν πολιτικό και θεσμικό.

Και χρειάζεται και νιονιό: όσο όμορφο κι αν είναι το χωριουδάκι πάνω στην Οίτη, δεν μπορεί να σηκώσει δέκα παραδοσιακούς ξενώνες και είκοσι μονάδες ιππασίας. Τρεις και μία, ναι. Και αυτό, είναι κυρίως ζήτημα κεντρικού σχεδιασμού και συντονισμού, που θα λειτουργεί ως ένα βαθμό συμβουλευτικά και επίσης θα ψιλοεπιβάλλεται με κίνητρα και αντικίνητρα.

Ο οποίος σχεδιασμός, ξεφεύγοντας από την κοντόφθαλμη λογική της αρπαχτής, θα είναι μακροπρόθεσμος και επίσης θα αφορά όλη τη «γραμμή παραγωγής» του τουρισμού: από τη δημιουργία των υποδομών και την ανάδειξη των τόπων τουριστικού ενδιαφέροντος μέχρι τον συντονισμό με όλες τις εμπλεκόμενες λειτουργίες του κράτους και του ιδιωτικού τομέα (συγκοινωνίες, εστίαση κ.ο.κ.) και από την (εμπνευσμένη και σύγχρονη, επιτέλους) διαφήμιση στο εξωτερικό μέχρι τη στενή συνεργασία με τους τουριστικούς πράκτορες. Στο όλο πλάνο λογικό είναι ότι μπορούν να εντάσσονται και χίλιες δυο άλλες δραστηριότητες: πολιτιστικές (φεστιβάλ, γιορτές, συναυλίες, εκθέσεις, παραστάσεις, πανηγύρια κ.ο.κ.), αθλητικές, αγροτουριστικές, οικονομικές (τοπικά συνεταιριστικά προϊόντα) κλπ.

Φαντάσου π.χ. η Φθιώτιδα να ήταν νομός της Ιταλίας. Φαντάσου έναν σταθμό, ένα τουριστικό περίπτερο στις Θερμοπύλες, είτε για όσους πηγαίνουν στα λουτρά είτε απλώς για τους περαστικούς. Φαντάσου κοντά στο μνημείο του Λεωνίδα έναν χώρο όπου θα υπήρχε μια μακέτα, να εξηγεί πού έγινε η μάχη και τι παίζει με τις προσχώσεις του Σπερχειού, εξαιτίας των οποίων έγινε αγνώριστο το τοπίο. Από κοντά, τσουπ και μια ενημέρωση για την περιβαλλοντική πλευρά, για τη σημασία του οικοσυστήματος του Μαλιακού. Αυτό, δεν χρειάζονται πολλά. Απλό, καθαρό, λειτουργικό, καλαίσθητο. Με ένα εστιατόριο της προκοπής δίπλα — ένα λέμε, όχι είκοσι, και τα μεγάφωνα να μην παίζουν σκυλάδικα, παρακαλώ.

Ή φαντάσου να φτιάχναμε μερικές μαρίνες σε ορισμένα παραλιακά χωριά του Μαλιακού, του Βόρειου Ευβοϊκού και του Διαύλου των Ωρεών. Έστω με ξύλινες πλωτές αποβάθρες (αμελητέου σχεδόν κόστους, υπάρχουν τέτοιες σε πολλά μέρη στην Ελλάδα και στο εξωτερικό), που το καταχείμωνο τις μαζεύεις και τις συντηρείς. Οι μαρίνες να παρέχουν φως, νερό, τηλέφωνο, πετρέλαιο και βασικά είδη στους σκαφάδες (και στις φλοτίλες, δηλαδή στα νοικιάρικα που θα ξεπηδήσουν αμέσως μόλις δημιουργηθεί η υποδομή). Να τους παρέχουν επίσης ενημέρωση για την περιοχή και σύνδεση οδική για σύντομες επισκέψεις εκεί κοντά. Όλα αυτά πολιτισμένα, όχι με τον ταξιτζή που είναι ξάδερφος του κουμπάρου του μπατζανάκη του καφετζή της μαρίνας, ο οποίος (ταξιτζής) οδηγάει σαν παλαβός, χρεώνει μια περιουσία και δεν μπορεί να ξεκαρφώσει τα μάτια από το ντεκολτέ της κόρης της οικογένειας Γερμανών που μεταφέρει.

Πλάκα πλάκα πάντως, πέντε-έξι τέτοιες μαρίνες πάνω στον άξονα Χαλκίδα-Σκιάθος, γίνονται με πολύ λίγα χρήματα και κάνουν σύντομα απόσβεση. Και τις φτιάχνεις εξαρχής με σχέδιο, όχι αρπαχτά. Μη σου πω ότι φροντίζεις, μέσω ενός προγράμματος τάδε για τις ΑΠΕ (Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας, ντε) να βάλεις φωτοβολταϊκά και οι μαρίνες να έχουν ενεργειακή αυτάρκεια κι έτσι το ρεύμα που θα πουλάς στους κοτερατζήδες να είναι φτηνό και να σου αφήνει κέρδος παρ’ όλα αυτά.

Η Φθιώτιδα είναι πάνω στην Εθνική, μόλις δυο ώρες από την Αθήνα, στον κεντρικό οδικό άξονα της χώρας. Το πέταλο του Μαλιακού έχει σχεδόν ολοκληρωθεί (πληρωμένο, δυστυχώς, με πολύ αίμα). Τα χίλια δυο —δυνάμει— τουριστικά ενδιαφέροντα της περιοχής, όπως τα περιέγραψα αδρά, μπορούν κάλιστα να ενταχθούν σε μια κεντρική λογική, σε ένα εθνικό σχέδιο για τον τουρισμό.

Αντίποδας της αρπαχτής είναι ο οικοτουρισμός. Η λέξη δεν πρέπει να τρομάζει: οικοτουρισμός δεν σημαίνει ότι θέλουμε να μετατρέψουμε τους τουρίστες σε χορτοφάγους ακτιβιστές που θα κοιμούνται στο χώμα και θα τους τσιμπάνε τα κουνούπια. Σημαίνει απλώς τουριστική ανάπτυξη με σεβασμό στο περιβάλλον: και πρέπει επιτέλους να καταλάβουμε ότι αυτό δεν είναι πολυτέλεια αλλά, αντιθέτως, συμφέρει μακροπόθεσμα. Ας περάσουμε από το δόγμα «το περιβάλλον κοστίζει» στη λογική «η προστασία συμφέρει». Η φτηνή ανάπτυξη αποδίδει άμεσα, αλλά όχι μακροπρόθεσμα. Αρκετά σύντομα, οι συνέπειές της κοστίζουν περισσότερα από όσα απέφερε. Οι τουρίστες έρχονται στην Ελλάδα γιατί είναι μια όμορφη χώρα. Όταν πάψει να είναι όμορφη, θα πάψουν και εκείνοι να έρχονται. Τόσο απλά. Και θα μας μείνει μια άσχημη χώρα, γεμάτη ρουμζ του λετ και μπαρ όπου κάθε βράδυ είναι λέιντιζ νάιτ επειδή δεν πατάει κανείς πια, εκτός από κάτι ξεμεινεμένα καμάκια της δεκαετίας του ‘70.

Υ.Γ. Δεν πιστεύω ότι ο τουρισμός μπορεί να γίνει η κύρια δραστηριότητα για την Φθιώτιδα. Δεν πειράζει, ας μην είναι η κύρια. Ας μη δώσει δουλειά σε όλους τους ανέργους της, ας δώσει στο 5 ή στο 10%. Λίγο είναι; Παρεμπιπτόντως, κύρια δραστηριότητα είναι λογικό να γίνει ξανά η κτηνοτροφία και η γεωργία (πρωτογενής τομέας, τουτέστιν να ξαναρχίσουμε να παράγουμε). Η περιοχή είναι κατάλληλη, οι κάτοικοί της έχουν το know how. Η Φθιώτιδα δεν είναι άγονη, δεν είναι απομακρυσμένη, δεν είναι φτωχή ως νομός. Μπορεί να ανακάμψει πολύ ευκολότερα από άλλες περιοχές της Ελλάδας.

Δεν τη σταματάς την άνοιξη

Posted in Πολιτική with tags , , , , , , on April 23, 2012 by shinecast

Ως υποψήφιος βουλευτής Φθιώτιδας με τη Δημοκρατική Αριστερά στις επικείμενες εκλογές, γυρνάω αυτές τις μέρες με τους συνυποψήφιούς μου αρκετά από τα χωριά του νομού. Έχω ξαναπάει, αλλά όχι με αυτή την ιδιότητα.

Η επαφή με τον κόσμο, έστω σύντομη, είναι εμπειρία· οι ποικίλες αντιδράσεις γεννούν αντιστοίχως ποικίλα συναισθήματα:  κάποιοι ενθουσιάζονται («μαζί σας είμαστε»), άλλοι δείχνουν πως «το σκέφτονται» και πως η Δημοκρατική Αριστερά είναι μεταξύ των πιθανών επιλογών τους, αρκετοί δέχονται ευγενικά  το φυλλάδιο και εύχονται καλή επιτυχία χαμογελώντας ενώ αφήνουν να εννοηθεί ότι «είναι αλλού», άλλοι ίσα που μας ρίχνουν μια ματιά αλλά το παίρνουν από περιέργεια, μερικοί το δίνουν κατευθείαν στο παιδάκι τους να φτιάξει σαΐτα, πολλοί εκφράζουν, ανεξαρτήτως πολιτικής τοποθέτησης, την εκτίμησή τους στο πρόσωπο του Φώτη Κουβέλη. Αρκετοί μας κοιτούν καχύποπτα μόλις πλησιάζουμε: «Πολιτικά είναι; Δε θέλουμε κανέναν τους. Όλοι κλέφτες είναι». Μερικοί μαλακώνουν όταν τους εξηγούμε ποιοι είμαστε (διευκρινίζουν πως αγρίεψαν νομίζοντας ότι πρόκειται για εκπροσώπους κάποιου από τα δύο κόμματα εξουσίας). Ορισμένοι —όχι πολλοί, ούτε όμως και ελάχιστοι— δεν μαλακώνουν. Αυτοί μας κοιτάζουν παγερά και λεν με βεβαιότητα: «Μια χούντα χρειάζεται…»

Προσωπικά, τη μεγαλύτερη αμηχανία νιώθω στις περιπτώσεις εκείνες που μπαίνουμε σε μαγαζιά (φαρμακεία, χαρτοπωλεία, φυτώρια, είδη υγιεινής, ρούχα — οτιδήποτε) και γινόμαστε δεκτοί με ευγένεια αλλά και απελπισία: «Παιδιά, καλή επιτυχία να έχετε, αφήστε τα να τα δούμε, αλλά να ξέρετε, δεν ελπίζουμε σε τίποτα. Νοίκι, ΤΕΒΕ — μετράμε μήνες ανάποδα, μέχρι να κλείσουμε και να δούμε πώς θα ζήσουμε». Όχι ότι δεν έχεις τι να πεις σ’ αυτό· έχεις, και το λες. Αλλά φεύγεις με ένα σφίξιμο στην καρδιά.

Το ζεις κι εσύ, γι’ αυτό. Κανείς μας δεν έχει διατελέσει βουλευτής, κανείς μας δεν είναι αυτό που λέμε «επαγγελματίας πολιτικός», κι ούτε έχουμε από πουθενά χρηματοδότηση (η Δημοκρατική Αριστερά δεν έχει πάρει κρατική επιχορήγηση, ούτε δάνεια). Έχουμε δουλειές, παιδιά, σκυλιά, νοίκια, χρέη, πιστωτικές κάρτες. Ούτε πρόκειται για «τη μάχη του σταυρού»: η Ελένη, ο Αργύρης, ο Θέμης, ο Χρήστος κι εγώ, δηλαδή πέντε από τους εφτά υποψήφιους της Δημοκρατικής Αριστεράς στον νομό (η Έφη και ο Βασίλης δεν μπόρεσαν να ακολουθήσουν, λόγω ανωτέρας βίας) στριμωχτήκαμε σε ένα αυτοκίνητο (για οικονομία στη βενζίνη) και πήραμε τους δρόμους. Ένα συλλογικό φυλλάδιο έχουμε βγάλει, «ιδίοις αναλώμασιν» (διχρωμία, μόνο το λογότυπο του κόμματος είναι κόκκινο) και αυτό μοιράζουμε.

Και μάλλον γι’ αυτό απολαμβάνουμε, τελικά, αυτές τις εξορμήσεις. Ο καθένας μας με τη δική του διαδρομή, βρεθήκαμε στον χώρο που μας εκφράζει πολιτικά. Προφανώς, αισθανόμαστε την ανάγκη της συμμετοχής, της παρέμβασης. Την ανάγκη να προσπαθήσουμε να κάνουμε κάτι, αντί να δεχτούμε μοιραλατρικά την κατάσταση. Κάτι, που βασίζεται σε μια πολιτική ανάλυση, σε ένα σκεπτικό. Κάτι, που πιστεύουμε ότι δεν είναι απλώς ωραία ιδέα, μπορεί να γίνει. Που δεν είναι αποδοχή τετελεσμένων, ούτε μάχη χαρακωμάτων, αλλά πρόταση για το μέλλον. Τον τρίτο δρόμο, που τον ψάχναμε από παλιά και τώρα πάλι τον συζητάμε, τον επεξεργαζόμαστε αλλά και αρχίζουμε σιγά σιγά να τον βαδίζουμε. Αν όχι τώρα, πότε; Αν όχι εμείς, ποιος;

[Συζητώντας για τον τρίτο δρόμο, δεν κοιτούσαμε τις πινακίδες στον δρόμο που τραβούσαμε. Χάσαμε την Τιθορέα και φτάσαμε στη Χαιρώνεια. Επιτόπου και επιστροφή. Νωρίτερα, στο Δαδί —Αμφίκλεια είναι η αρχαιοπρεπής επίσημη ονομασία— είχα τη χαρά να ακούσω από τον καφετζή, που μας φώναξε να μας κεράσει, κάτι που έλεγα λίγες μέρες πριν σε κάτι  φίλους στην Πελασγία: «Σαράντα χρόνια λένε ότι θα πιάσουνε τη φοροδιαφυγή. Αν ήθελαν πραγματικά, είναι απλό: διασταύρωση στοιχείων. Στις τράπεζες ούτε σεντ δεν μπορείς να χρωστάς, μπαίνεις στον Τειρεσία. Πόσο δύσκολο είναι να φτιάξουν έναν Τειρεσία για χρέη προς το δημόσιο;» Ναι, τόσο απλό είναι. Και παρ’ όλα αυτά, πάλι κάνουν εξαγγελίες και δηλώσεις και υποσχέσεις και δεσμεύσεις με ύφος σοβαρό και χτυπάνε το χέρι στο τραπέζι και κουνάνε σε εμάς το δάχτυλο, ότι «δεν έχουμε προτάσεις».]

Φαίνεται ότι την έχουμε ανάγκη την προσωπική επαφή με τον κόσμο. Με τα απρόβλεπτά της, με τα καλά και τα κακά της, με την ευγένεια και την αγένεια, τη θερμή ή την εχθρική υποδοχή, πιο πολύ απ’ όλα με τα ερωτήματα, με αυτά που μπορούμε να απαντήσουμε και εκείνα τα άλλα, τα πιο χρήσιμα, εκείνα που μας βάζουν σε σκέψη, που δεν είμαστε και τόσο σίγουροι ότι έχουμε ακριβώς την απάντηση, που μας τριβελίζουν το μυαλό το βράδυ στο σπίτι — και γι’ αυτό ακριβώς μας επιβεβαιώνουν ότι βρισκόμαστε στον σωστό πολιτικό χώρο: «γηράσκω αεί αναθεωρών», που έλεγε και ο αγαπημένος Μανόλης Αναγνωστάκης.

Ναι, δεν με πειράζει η κούραση. Είναι κι αυτή η αίσθηση της συλλογικότητας: το στρίμωγμα στο αμάξι, οι διαδρομές, οι κουβέντες, οι πλάκες, οι ιστορίες, τα ανέκδοτα, οι καφέδες, οι μπύρες, τα κοψίδια (στη Ρούμελη είμαστε) — και είναι κι ο ίδιος ο τόπος, η φύση, τα χωριά, τα βενζινάδικα, οι καντίνες, η ασυνάρτητη επαρχία που λέει κι ο Σαββόπουλος. Και πολύ σωστά το λέει, έτσι είναι. Και παρακάτω συνεχίζει: Μα τ’ αγαπάω ο φτωχός. Κι αυτό σωστό.

Στο κάτω κάτω, είναι κι η άνοιξη. Το πράσινο, το καφέ, το κόκκινο, το κίτρινο, το μοβ. Οι μυρωδιές. Οι ήχοι.

Είμαι φύσει αισιόδοξος — έως αηδίας. Ξέρω πολύ καλά —το εξηγούσε καθαρά ο Παναγιώτης Κονδύλης— ότι η εκτίμηση του τι μέλλει γενέσθαι είναι ζήτημα μυαλού και όχι συναισθήματος, ανάλυσης και όχι αισιοδοξίας ή απαισιοδοξίας. Και η ανάλυσή μου (η ανάλυσή μας) λέει ότι υπάρχει διέξοδος. Δύσκολη, «θέλει δουλειά πολλή», αλλά υπάρχει.

Καθώς χαζεύω από το παράθυρο του αυτοκινήτου— τα πρόβατα στο λιβάδι, στο βάθος ο Παρνασσός χιονισμένος ακόμα· μια συστάδα κυπαρίσσια, κι ανάμεσά τους μια κουτσουπιά· μερικές παπαρούνες, και πέρα μακριά ο Μαλιακός— αφήνω την ανάλυση και επιτρέπω στον εαυτό μου να φλερτάρει με την απλή αισιοδοξία. Αρνούμαι και λογικά και συναισθηματικά να πειστώ πως αυτή η χώρα είναι καταδικασμένη, πως οι άνθρωποί της θα συνθηκολογήσουν με τη φτώχεια, με τη μιζέρια, με την κατάθλιψη.

Στο κάτω κάτω, δεν τη σταματάς την άνοιξη. Το λέει κι ο Tom Waits.

Δεν τη σταματάς την άνοιξη.
Να ’σαι σίγουρος: ποτέ
δεν θα πάψω να πιστεύω
το ρόδο που ανθίζει θα ψηλώσει
ή θ’ ανοίξει ή θα χαθεί
το ίδιο όνειρο ονειρεύεται ο χειμώνας
κάθε φορά.

Αίτηση για δάνειο

Posted in Πολιτική on April 20, 2012 by shinecast

Χρειάζομαι ένα δανειάκι γύρω στο εκατομμύριο, για τα τρέχοντα έξοδα (τσιγάρα, καφέδες κ.ο.κ.) και για ερευνητικούς σκοπούς (είμαι φιλομαθής). Πιστεύω πως όλα αυτά τα περί έλλειψης ρευστότητας στην αγορά, περί λουκέτων κλπ. δεν είναι παρά μαύρη προπαγάνδα. Το έψαξα, είδα ότι έχω για άλλη μια φορά δίκιο, και έστειλα στον διευθυντή της τράπεζας με την οποία συνεργάζομαι την ακόλουθη επιστολή.

Προς κύριον …, διευθυντή τραπέζης

Κύριε διευθυντά,

διά της παρούσης αιτούμαι δανείου ύψους ενός εκατομμυρίου ευρώ (1.000.000 €) για έξοδα κίνησης και για ερευνητικούς σκοπούς.

Θα μου πείτε γιατί δεν πάω σε ένα υποκατάστημα, ε; Κατ’ αρχάς, βαριέμαι τις ουρές. Δεύτερον, πήγα και μου είπαν να τους δείξω το εκκαθαριστικό μου, να υποθηκεύσω το σπίτι μου και, αφού τα κάνω αυτά, να ελπίζω σε κάνα πενηντάρι χιλιάδες το πολύ, με γενναίο επιτόκιο. Απάντησα ότι όχι, εγώ εκατομμύριο θέλω και με επιτόκιο Γερμανίας. Μου είπαν αγενέστατα «δε θα ’σαι καλά, παιδάκι μου».

Ωστόσο, κύριε διευθυντά, εγώ διάβασα ότι άλλοι έχουν πάρει μπόλικα δάνεια με τους όρους που ζητάω, και μάλιστα πρόσφατα. Συγκεκριμένα, η Ν.Δ. και το ΠΑΣΟΚ (το ΚΚΕ και ο ΣΥΡΙΖΑ επίσης έχουν πάρει, αλλά ψίχουλα σε σχέση με τους δύο πρώτους). Συνολικά, χρωστάνε στις τράπεζες κάπου 270 εκατομμύρια (περίπου το ένα τρίτο της τρύπας του ελλείμματος — ξέρετε, αυτής που λέμε να κλείσουμε κόβοντας τις επικουρικές συντάξεις). Μέρος αυτών των δανείων έχει συναφθεί τα τελευταία δύο χρόνια.

Μου έκανε εντύπωση όταν το έμαθα αυτό, διότι έχω διαβάσει στις εφημερίδες ότι υπάρχει ζήτημα ρευστότητας στην αγορά, ότι οι επιχειρήσεις κλείνουν γιατί δεν έχουν κεφάλαιο κίνησης επειδή οι τράπεζες δεν τους δανείζουν. Αυτά κάνει η μαύρη προπαγάνδα. Χάρηκα που έμαθα ότι κάτι τέτοιο δεν ισχύει και ότι το τραπεζικό μας σύστημα στέκεται στο ύψος των περιστάσεων και δανείζει ζεστό χρήμα.

Το πιο ελπιδοφόρο όλων είναι η ευελιξία των τραπεζών εις ό,τι αφορά τις εγγυήσεις που ζητούν για τη δανειοδότηση των κομμάτων: αρκεί η υποθήκευση της κρατικής επιχορήγησης που τα κόμματα θα πάρουν στο μέλλον (πλην της περίπτωσης του ΚΚΕ, το οποίο έχει υποθηκεύσει ακίνητα). Για να το πω πιο απλά: τα δύο μεγάλα κόμματα έχουν δανειστεί υποθηκεύοντας τα χρήματα που θα πάρουν από τον κρατικό προϋπολογισμό κατά την επόμενη δεκαετία σχεδόν — τα ποσά υπολογίζονται με βάση τα ποσοστά που έχουν πάρει στις τελευταίες εκλογές. Αυτό σημαίνει ότι, για να ανταποκριθούν στις υποχρεώσεις τους, θα παίρνουν τα ίδια ποσοστά μέχρι περίπου το 2020· επίσης, ότι δεν θα μειωθεί η κρατική επιχορήγηση προς τα πολιτικά κόμματα ή τα ερευνητικά τους κέντρα. Κάτι θα ξέρουν τα κόμματα, για να κάνουν αυτή τη συμφωνία. Και οι τράπεζες, βέβαια, κάτι θα ξέρουν κι αυτές. Ε;

Ευελιξία επέδειξε και το κράτος, επιτρέποντας με νυχτερινή τροπολογία του κυρίου Τάσου Γιαννίτση την εκταμίευση της κρατικής επιχορήγησης, η οποία είχε παγώσει λόγω οφειλών των κομμάτων προς το δημόσιο. Αντίστοιχα, ο κύριος Ροβέρτος Σπυρόπουλος, διοικητής του ΙΚΑ και πρώην διευθυντής του ΠΑΣΟΚ, από λεπτότητα δεν ανέφερε τίποτα για τα χρέη του Κινήματος, που είχε αμελήσει, εδώ και κάτι μήνες, να καταβάλει τις εργοδοτικές εισφορές για τους (απλήρωτους) υπαλλήλους του.

Ως εκ τούτου, κύριε διευθυντά, επανέρχομαι στο αίτημά μου, το οποίο θεωρώ πως έχω τεκμηριώσει επαρκώς, και ζητώ δάνειο με εγγύηση τα μελλοντικά μου εισοδήματα. Αυτό σημαίνει ότι:

1) δεν θα χάσω τη δουλειά μου. Ο κύριος Αντώνης Σαμαράς ζήτησε να του λύσουμε τα χέρια ώστε να εκμεταλλευτούμε τον τεράστιο πλούτο μας ως χώρα και να πάμε μπροστά. Υποθέτω ότι, πηγαίνοντας μπροστά, δεν θα αυξηθεί κι άλλο η ανεργία (κάπου 21% είναι επισήμως). Δεν φαντάζομαι να μην τον πιστεύετε. Πώς θα μπορούσατε να αμφισβητήσετε την αξιοπιστία του προέδρου του κόμματος που σας χρωστά 132 εκ. ευρώ;

2) δεν θα μειωθεί (άλλο) ο μισθός μου. Ο κύριος Ευάγγελος Βενιζέλος δεσμεύτηκε προσωπικά ότι δεν θα γίνουν άλλες μειώσεις σε μισθούς και συντάξεις. Δεν φαντάζομαι να μην τον πιστεύετε. Πώς θα μπορούσατε να αμφισβητήσετε την αξιοπιστία του προέδρου του κόμματος που σας χρωστά 120 εκ. ευρώ;

3) θα δουλεύω τουλάχιστον μέχρι τα 187 μου (μην ανησυχείτε, τα υπολόγισα: αποκλείεται να βγω νωρίτερα στη σύνταξη).

Σας ευχαριστώ για την προσοχή σας. Περιμένω τηλέφωνο να περάσω από τα κεντρικά για τα τυπικά.

Μετά τιμής,

Γιώργος Τσακνιάς

Υ.Γ. Δεν έχω πάθει άνοια,
θέλω κάνα-δυο δάνεια!
(χωρίς πολλά προσκόμματα
έτσι, όπως τα κόμματα).

Νέοι φόροι

Posted in Πολιτική on April 8, 2012 by shinecast

Αυτός ο φόρος ιδιοκατοίκησης, που (φημολογείται ότι) ετοιμάζεται, είναι φανταστική ιδέα: θα θεωρείται τεκμαρτό εισόδημα, λέει, το ποσό που γλυτώνεις επειδή ΔΕΝ πληρώνεις νοίκι, λέει. Γαμάτο. Καταθέτω μερικές προτάσεις στο ίδιο πνεύμα:
1) Φόρος αυτοπροσωπίας: πληρώνεις φόρο επειδή είσαι εσύ και όχι άλλος, γιατί αν ήσουν άλλος μάλλον θα έβγαζες (και θα πλήρωνες) περισσότερα.
2) Φόρος ταυτοπροσωπίας: πληρώνεις φόρο επειδή εσύ και ο εαυτός σου είστε το ίδιο πρόσωπο (αν ήσασταν δύο, θα πληρώνατε διπλά — χαλόοοου…)
3) Φόρος ύπαρξης: πληρώνεις φόρο επειδή υπάρχεις και επιβαρύνεις ποικιλοτρόπως το δημόσιο.
4) Φόρος δυνάμει ανυπαρξίας: τεκμαρτό εισόδημα τα χρήματα που θα γλύτωνες εάν ΔΕΝ υπήρχες.
Πάω τώρα να πάρω τα χάπια μου (τι τις ήθελα τις ειδήσεις Κυριακή βράδυ;) Θα πάρω 5-6 στην τύχη, όποια χρώματα μ’ αρέσουν. Αν κάτσει καλά ο συνδυασμός, μπορεί να σκεφτώ κι άλλους φόρους.

Ο μπερντές

Posted in Πολιτική on February 6, 2012 by shinecast

Φοβάμαι πως το αποτέλεσμα της διαπραγμάτευσης θα είναι να μην έχουμε ούτε την πίτα ολόκληρη ούτε τον σκύλο χορτάτο. Φοβάμαι επίσης πως αντικείμενο της διαπραγμάτευσης είναι να έχουμε και τον σκύλο ολόκληρο και την πίτα χορτάτη (sic).

Παρακολουθούμε τι συμβαίνει με αγωνία.  Η αγωνία είναι φυσιολογική. Εκτός από αγωνία, όμως, τριγύρω βρέχει βεβαιότητες. Βεβαιότητες χοντρές, ψιλές, σκληρές σαν χαλάζι, παγωμένες σαν νιφάδες, ζεστές σαν τροπική καταιγίδα. Βεβαιότητες γάργαρες σαν εθνική υπερηφάνεια, ορμητικές σαν επανάσταση, σταθερές σαν δόγμα, τρυφερές σαν ουτοπία, γυαλιστερές σαν μεταρρυθμιστική ονείρωξη. Βρέχει ασταμάτητα· οι βεβαιότητες σχηματίζουν ρυάκια, αυτά συνενώνονται σε ποτάμια τα οποία, τελικά, εκβάλλουν στον χλιαρό ωκεανό της αδιαφορίας.

Προσωπικά, κρατάω ομπρέλα. Με τρομάζουν οι βεβαιότητες.

Εκτός του ότι τα πράγματα πηγαίνουν πανηγυρικά κατά διαόλου, τόσο για την Ελλάδα όσο και για την Ευρώπη, το έργο είναι κακόγουστο. Φτηνιάρικο, ρηχό, ψευτολαμέ. Και του φταίνε όλα: το σενάριο, η σκηνοθεσία και οι ερμηνείες των πρωταγωνιστών. Μέχρι και το μοντάζ είναι απολύτως προβλέψιμο και πληκτικό. Ας είναι. Μπορούμε να το αλλάξουμε το έργο — ή, έστω, να προσπαθήσουμε. Σίγουρα μπορούμε να φροντίσουμε να ζούμε καλύτερα. Με αλληλεγγύη — αλλά στην πράξη.

Προς το παρόν, πάντως, παρακολουθούμε το b-movie. Στους βασικούς πρωταγωνιστές του, κυβέρνηση, κόμματα που τη στηρίζουν και τρόικα, προτείνω ως soundtrack της ταινίας το τραγούδι από τα Ραγκουτσάρια της Καστοριάς:

Και δεν του γαμάς τη μάνα καλέ; (άιντε ντε)
τράβα κόρη τον μπερντέ

και ο μπερντές είναι κοντός
και φωνάζει ο πεθερός.

Ισαάκ Μπάμπελ (1894-1940)

Posted in Λογοτεχνία, Πολιτική on January 27, 2012 by shinecast


ΣΑΝ ΣΗΜΕΡΑ, στις 27 Ιανουαρίου του 1940, εκτελέστηκε —ως προδότης, τροτσκιστής και κατάσκοπος— ο Ισαάκ Μπάμπελ (Исаак Эммануилович Бабель, 1894-1940).

«Μικρό παιδί ήμουνα μέγας ψεύτης. Η αιτία ήταν το διάβασμα. Η φαντασία μου ήταν συνεχώς ερεθισμένη. Διάβαζα την ώρα του μαθήματος, στα διαλείμματα, στο δρόμο, καθώς γύριζα στο σπίτι, διάβαζα τη νύχτα κάτω απ’ το τραπέζι, κρυμμένος απ’ το τραπεζομάντιλο που κρεμόταν ως το πάτωμα. Όταν βυθιζόμουν σ’ ένα βιβλίο, ξεχνούσα όλες τις σημαντικές υποθέσεις αυτού του κόσμου, όπως, ας πούμε, να το σκάσω απ’ το σχολείο και να τρέξω στο λιμάνι, ή να μάθω μπιλιάρδο στα καφενεία του ελληνικού δρόμου, ή να πάω να κολυμπήσω στο Λανζερόν. Δεν είχα φίλους. Ποιος θα ’θελε να χάνει τον καιρό του μ’ ένα αγόρι σαν εμένα;»

Γεννημένος στην Οδησσό, ο Μπάμπελ διδάχτηκε το Ταλμούδ και μουσική, ενώ από πολύ μικρός αγάπησε τον Flaubert και τον Maupassant. To 1915, η οικογένεια, παρά τον νόμο που απαγόρευε στους Εβραίους να μετακινούνται, εγκαταστάθηκε στην Πετρούπολη. Εκεί, ο Μπάμπελ γνώρισε τον Μαξίμ Γκόρκι, χάρις στον οποίο δημοσίευσε τα πρώτα του διηγήματα σε λογοτεχνικά περιοδικά. Έλαβε μέρος στην Οκτωβριανή Επανάσταση και στον εμφύλιο, τον οποίο περιέγραψε στο «Κόκκινο Ιππικό» (αρκετά από τα διηγήματα που περιλαμβάνονται στη συλλογή, πρωτοδημοσιεύτηκαν στο περιοδικό «Λεφ» του Μαγιακόφσκι. Χρόνια αργότερα, για το βιβλίο αυτό ο Μπόρχες έγραψε: «η μουσικότητα της τεχνοτροπίας του έρχεται σε πλήρη αντίστιξη με τη σχεδόν αφόρητη ωμότητα ορισμένων σκηνών»). Ακολούθησαν οι «Ιστορίες της Οδησσού», οι οποίες αποτέλεσαν την πρώτη ύλη για το «Ηλιοβασίλεμα», ένα θεατρικό έργο το οποίο εξύμνησαν, μεταξύ άλλων, ο Σεργκέι Αϊζενστάιν και ο Μπορίς Παστερνάκ.

Η δεκαετία του ’30 βρήκε τον Μπάμπελ διάσημο και αγαπητό στο κοινό (με τον τρόπο που ξέρουν οι Ρώσοι να αγαπούν τους συγγραφείς τους), χωρισμένο από τη γυναίκα του Ευγενία (που, απογοητευμένη από τις απιστίες του αλλά και από το σοβιετικό καθεστώς, πήρε την κόρη τους Ναταλία και μετανάστευσε στο Παρίσι) και πιστό στην επανάσταση αλλά σκεπτικιστή σχετικά με την πορεία που έπαιρναν τα πράγματα. Το 1930 ταξίδεψε στην Ουκρανία και είδε με τα μάτια του την καταστροφή και τον λιμό, αποτέλεσμα της βίαιης κολεκτιβοποίησης. Ήταν η εποχή που ο Στάλιν έσφιγγε τα λουριά στη ρώσικη διανόηση, η συμμόρφωση με τον σοσιαλιστικό ρεαλισμό επιβαλλόταν ρητώς, κι ο Μπάμπελ αποτραβιόταν όλο και περισσότερο από τα κοινά και την κοινωνική ζωή, κι έγραφε όλο και λιγότερο. Στη διάρκεια της «εκστρατείας ενάντια στον φορμαλισμό», ο Μπάμπελ αποκηρύχτηκε δημόσια, λόγω της «χαμηλής του παραγωγικότητας». Οι συγγραφείς, πανικόβλητοι, έπιαναν και ξαναέγραφαν τα έργα τους, προσαρμόζοντάς τα στις επιταγές της Προλετκούλτ. Ο Μπάμπελ, λιγότερο ανασφαλής, διαβεβαίωνε τον Έρενμπουργκ: «σε έξι μήνες θα έχουν ξεχάσει τους φορμαλιστές και θα έχουν βρει κάτι άλλο να ασχοληθούν». Το 1934, στο πρώτο Συνέδριο Σοβιετικών Συγγραφέων, ο Μπάμπελ δήλωσε ειρωνικά πως ήταν «ο γενάρχης ενός νέου λογοτεχνικού είδους, αυτού της σιωπής». Τον επόμενο χρόνο, έγραψε το θεατρικό «Μαρία», με σαφείς και ευθείες αναφορές στις άδικες διώξεις, τη διαφθορά του καθεστώτος και τη μαύρη αγορά. Ο Μαξίμ Γκόρκι κατέκρινε δημόσια το έργο (που ποτέ δεν ανέβηκε στο θέατρο) και προειδοποίησε κατ’ ιδίαν τον φίλο του ότι θα έμπλεκε. Τον ίδιο χρόνο, ο Μπάμπελ ταξίδεψε για τελευταία φορά στο Παρίσι, για να λάβει μέρος σε λογοτεχνικό συνέδριο και να επισκεφτεί την πρώην γυναίκα και την κόρη του· τότε απέρριψε —επίσης για τελευταία φορά— την ιδέα να μείνει στη Δύση και να μην επιστρέψει στην Ε.Σ.Σ.Δ.

Βοροσίλοφ, Μολότοφ, Στάλιν και Νικολάι Γιεζόφ

Στη διάρκεια μιας επίσκεψης του Μπάμπελ στο Βερολίνο, ξεκίνησε η μοιραία σχέση τού συγγραφέα με την Ευγενία Φάιγκενμπεργκ, που εργαζόταν ως διερμηνέας στη σοβιετική πρεσβεία. Η σχέση συνεχίστηκε και όταν η Ευγενία παντρεύτηκε τον Νικολάι Γιεζόφ, διευθυντή της NKVD. Όταν η σχέση αποκαλύφθηκε, ο Γιεζόφ έβαλε να παρακολουθούν τον Μπάμπελ. Καταγράφηκαν οι υποψίες του Μπάμπελ για τον περίεργο θάνατο του φίλου και μέντορά του Μαξίμ Γκόρκι, η γνώμη του για τον Τρότσκι («είναι αδύνατο να περιγραφεί η γοητεία που ασκούσε σε όσους τον συναντούσαν»), τον Κάμενεφ («ο μεγαλύτερος γνώστης της γλώσσας και της λογοτεχνίας») και άλλα παρόμοια ενοχοποιητικά στοιχεία.

Βοροσίλοφ, Μολότοφ, Στάλιν

Όσο οι εκκαθαρίσεις (τροτσκιστών, αντεπαναστατών, προδοτών, κατασκόπων, συνωμοτών, σαμποτέρ κ.ο.κ.) προχωρούσαν, ο ενθουσιασμός του Γιεζόφ θορύβησε τον Στάλιν. Υπαρχηγός της NKVD ανέλαβε ο Λαβρέντι Μπέρια, ο οποίος σύντομα εκθρόνισε τον Γιεζόφ. Στις 10 Απριλίου του 1939 ο Γιεζόφ συνελήφθη και, τον Φεβρουάριο του επόμενου χρόνου δικάστηκε (εν κρυπτώ, καθώς αρνήθηκε πεισματικά να ομολογήσει συνωμοσία κατά του Στάλιν), καταδικάστηκε και εκτελέστηκε, αφού πρώτα ο Μπέρια διέταξε τους φρουρούς να τον γυμνώσουν και να τον ξυλοκοπήσουν, όπως ακριβώς είχε κάνει ο Γιεζόφ με τον δικό του προκάτοχο, τον Γιάγκοντα.

Στις 15 Μαΐου του 1939, πράκτορες της NKVD ξύπνησαν την Αντωνίνα Πιρόσκοβα (τη δεύτερη γυναίκα του Μπάμπελ, από το 1932) μέσα στη νύχτα, στο διαμέρισμά τους στη Μόσχα, και την υποχρέωσαν να τους συνοδεύσει μέχρι τη ντάτσα του Μπάμπελ στο Περεντέλκινο. Ο Μπάμπελ συνελήφθη και το προτελευταίο πράγμα που άκουσε από αυτόν η γυναίκα του, ήταν η ερώτησή του προς τους πράκτορες: «Δεν κοιμάστε και πολύ, ε;» Το αυτοκίνητο στάθηκε μπροστά στην πύλη της φυλακής, η Αντωνίνα αφέθηκε ελεύθερη. Ο Μπάμπελ την αγκάλιασε και της είπε: «Κάποια μέρα θα ξανασυναντηθούμε».

Από την επόμενη μέρα, ο Μπάμπελ, ένας από τους πιο διάσημους συγγραφείς στην Ε.Σ.Σ.Δ. και στην Ευρώπη, έπαψε να υπάρχει. Τα έργα του εξαφανίστηκαν από τις βιβλιοθήκες, το όνομά του σβήστηκε από τα αναγνωστικά, τους καταλόγους, τα λεξικά και τις εγκυκλοπαίδειες. Όταν, τον επόμενο χρόνο, προβλήθηκε η τριλογία του Γκόρκι, γυρισμένη από τον Μαρκ Ντονσκόι, το όνομα του Μπάμπελ, που είχε συνεργαστεί στη συγγραφή του σεναρίου, δεν υπήρχε στα credits της ταινίας.

Ανακρινόμενος και βασανιζόμενος, ο Ισαάκ Μπάμπελ ομολόγησε ότι «η απροθυμία του να συγγράψει αποτελούσε συνειδητό σαμποτάζ ενάντια στη Σοβιετική Ένωση». Αυτό όμως δεν ήταν αρκετό. Στη χειρόγραφη ομολογία του, λεκιασμένη από το αίμα του, ο Μπάμπελ παραδέχεται πως υπήρξε μέλος τροτσκιστικής οργάνωσης κι ότι ο Andre Malraux τον είχε στρατολογήσει ως κατάσκοπο της Γαλλίας. Επίσης, έδωσε ονόματα: Σεργκέι Αϊζενστάιν, Ιλγιά Έρενμπουργκ, Σόλομον Μίχοελς.

Η δίκη έγινε στις 26 Ιανουαρίου 1940 εν κρυπτώ, στα γραφεία του Μπέρια. Ο Μπάμπελ ανακάλεσε την ομολογία του, αρνήθηκε ότι υπήρξε ποτέ κατάσκοπος ή ότι έκανε οτιδήποτε εναντίον της Σοβιετικής Ένωσης και δήλωσε ότι ενοχοποίησε τον εαυτό του και άλλους βασανιζόμενος. Η όλη διαδικασία κράτησε είκοσι λεπτά και η ετυμηγορία ήταν προαποφασισμένη, καθώς και η ποινή: μέλος τροτσκιστικής ανατρεπτικής οργάνωσης, κατάσκοπος της Γαλλίας και της Αυστρίας, καταδίκη εις θάνατον από εκτελεστικό απόσπασμα, άμεσα εφαρμοστέα. Εκτελέστηκε το επόμενο πρωί και τάφηκε σε ομαδικό τάφο, κοντά στο μοναστήρι Ντονσκόι, πολύ κοντά στον τάφο της Ευγενίας, της ερωμένης του και κόρης του Γιεζόφ, η οποία είχε αυτοκτονήσει, ενώ ήταν έγκλειστη σε φρενοκομείο.

Τίποτε δεν ακούστηκε για τον Ισαάκ Μπάμπελ στην Ε.Σ.Σ.Δ., μέχρι τις 23 Δεκεμβρίου 1954, όταν ένα σύντομο σημείωμα, γραμμένο στη γραφομηχανή, έλυσε τη σιωπή: «η απόφαση του στρατοδικείου της 26ης Ιανουαρίου 1940 σχετικώς με τον Μπάμπελ Ισαάκ Εμμανουήλοβιτς ανακαλείται βάσει προσφάτως ανακαλυφθέντων στοιχείων και η κατηγορία εναντίον του παύει να ισχύει ελλείψει ενδείξεων τελέσεως εγκλήματος».

Γιώργος Τσακνιάς